Δεν έχει στεγνώσει ακόμη το μελάνι στους καταγραφέντες στον Τύπο διθυράμβους της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Ursula von der Leyen (Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν), για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού και την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Από το βήμα, λοιπόν, του Συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας, η Ευρωπαία Επίτροπος τόνισε με στόμφο και πολιτική βεβαιότητα ότι υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη η Ελλάδα έχει γίνει πρωτοπόρος της οικονομίας, κάνοντας υπερήφανους όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη (https://www.liberal.gr/politiki/fon-nter-laien-se-kyr-mitsotaki-ypo-tin-igesia-sas-i-ellada-ehei-ginei-protoporos-tis).
Το χειροκρότημα επί των λόγων της Γερμανίδας πολιτικού ήταν αναμενόμενο. Εγώ δε, θα έλεγα ότι επιβαλλόταν κιόλας. Είναι όμως τα πράγματα έτσι όπως τα παρουσίασε η κ. von der Leyen; Ή κάπου άλλου, κάποιοι άλλοι τα λένε πολύ διαφορετικά; Προσωπικά, ως άνθρωπος που ιδεολογικά είμαι σαφώς υπέρ της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της απρόσκοπτης και αποδοτικής λειτουργίας του επιχειρείν και του οικονομικού μοντέλου που ευνοεί τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, έχω τη συνήθεια να παρακολουθώ σταθερά τον λεγόμενο ‘‘Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας’’ (Index of Economic Freedom) και ειδικά τις επιδόσεις που κάθε χρονιά καταγράφει η χώρα μας σύμφωνα με αυτόν.
Ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας (https://www.heritage.org/index/) είναι ένας ετήσιος δείκτης που δημοσιεύεται από το ‘‘Heritage Foundation’’ και τη ‘‘Wall Street Journal’’ και μετρά τον βαθμό στον οποίο οι πολιτικές και οι θεσμοί μιας χώρας υποστηρίζουν την οικονομική ελευθερία. Ο Δείκτης αυτός λαμβάνει υπόψη 12 διαφορετικές παραμέτρους, οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε 4 βασικά πεδία και εν συνεχεία κάθε χώρα, ανάλογα με τη βαθμολογία της σε κάθε επιμέρους πεδίο που αθροιστικά παράγει ένα τελικό αποτέλεσμα, κατατάσσεται σε ετήσιο πίνακα, στον οποίο την πρωτιά κατέχει η οικονομικά πιο ‘‘ελεύθερη’’, άρα οικονομικά πιο υγιής και πολιτικά πιο δίκαιη, χώρα και ακολούθως, κατά φθίνουσα σειρά, έπονται οι επόμενες χώρες.
Οι παραπάνω παράμετροι βαθμολογούνται σε μια κλίμακα από το 0 έως το 100 (το οποίο αντιπροσωπεύει το ιδεατό, το άριστο) και όλες οι χώρες έχουν τον ίδιο συντελεστή στάθμισης. Η τελική τιμή του Δείκτη για κάθε χώρα προκύπτει από τον μέσο όρο όλων των παραμέτρων. Οι δε χώρες που συγκεντρώνουν βαθμολογίες από το 40 έως το 100 ταξινομούνται σε 5 βασικές κατηγορίες: Ελεύθερες (free), κυρίως ελεύθερες (mostly free), μετρίως ελεύθερες (moderately free), κυρίως μη ελεύθερες (mostly unfree) και ανελεύθερες (repressed).
Συνοπτικά, τα 4 βασικά πεδία έρευνας και βαθμολόγησης κάθε χώρας, προκειμένου να προκύψει η κατάταξή της στον Δείκτη, είναι το ‘‘κράτος δικαίου’’, το ‘‘μέγεθος του κράτους’’, το ‘‘ρυθμιστικό περιβάλλον’’ και η ‘‘διαφάνεια της αγοράς’’. Το πρώτο πεδίο είναι απολύτως κρίσιμο, διότι έχει να κάνει με την ύπαρξη και λειτουργία δημοκρατικών όρων στην κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα κάθε χώρας και την εμπέδωση των πολιτικο-οικονομικών δικαιωμάτων σε αυτήν, το δεύτερο (πεδίο) είναι πολύ σημαντικό καθώς αφορά το κρατικό αποτύπωμα στην οικονομία και το υγιές δημοσιονομικό status του κράτους αυτού, το τρίτο (πεδίο) ενδιαφέρει άμεσα καθότι σχετίζεται με τον βαθμό παρεμβατικότητας του κράτους και το προφίλ της οικονομίας που τυχόν διαμορφώνει το εύρος της κρατικής κανονιστικής ρύθμισης επί των όρων του ‘‘οικονομικού παιγνίου’’ και, εν τέλει, το τέταρτο (πεδίο) είναι αποφασιστικό επειδή αφορά τη διευκόλυνση των επενδυτικών εγχειρημάτων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού τομέα μιας χώρας.
Χωρίς να προβώ σε μια ιδιαιτέρως λεπτομερή ανάλυση, είναι λυσιτελές να αναφέρω και τις 12 άνω παραμέτρους αξιολόγησης. Στο πρώτο πεδίο, αυτό του ‘‘κράτους δικαίου’’, κρίνεται κατά πόσο επιτρέπεται σε κάθε χώρα η ατομική ιδιοκτησία και προστατεύονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα (1η παράμετρος), εκτιμάται η κυβερνητική ακεραιότητα, δηλαδή κατά πόσο η τυχόν διαφθορά των κυβερνητικών θεσμών επηρεάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την οικονομία (2η παράμετρος) και ελέγχεται η δικαστική αποτελεσματικότητα, ήτοι αξιολογείται κατά πόσο το δικαιϊκό σύστημα της χώρας προστατεύει αποτελεσματικά τα δικαιώματα όλων των πολιτών (3η παράμετρος).
Στο δεύτερο πεδίο του ‘‘μεγέθους του κράτους’’, φιλτράρονται οι κρατικές δαπάνες, δηλαδή υπολογίζεται πού ακριβώς και πώς κατανέμονται κρατικά κονδύλια στην εγχώρια οικονομία (4η παράμετρος), αναλύεται η φορολογία, δηλαδή το οικονομικό βάρος από τους άμεσους και έμμεσους φόρους στους πολίτες (5η παράμετρος) και ‘‘ζυγίζεται’’ η δημοσιονομική ‘‘υγεία’’ της χώρας, ήτοι εκτιμάται η επίδραση των τυχόν δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους στην κατάσταση και στην αξιοπιστία της οικονομίας της (6η παράμετρος).
Στο τρίτο πεδίο, αυτό που αποκαλείται ‘‘ρυθμιστικό περιβάλλον’’, ευρίσκεται ο βαθμός της επιχειρηματικής ελευθερίας, δηλαδή κατά πόσο διευκολύνεται και προωθείται εντός της χώρας το επιχειρείν (7η παράμετρος), διερευνάται η εργασιακή ελευθερία, δηλαδή αξιολογείται το νομικό, ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας (8η παράμετρος) και τελικά και η νομισματική ελευθερία που έχει να κάνει με το επίπεδο του πληθωρισμού και τις κρατικές παρεμβάσεις στις τιμές της αγοράς, έτσι ώστε να επικρατούν συνθήκες ανταγωνισμού στην οικονομία (9η παράμετρος).
Στο δε τέταρτο πεδίο που τιτλοφορείται ως ‘‘Διαφάνεια της Αγοράς’’ κρίνεται η εμπορική ελευθερία, δηλαδή κατά πόσο υφίστανται δασμοί στις εισαγωγές και εξαγωγές μιας χώρας και το μέγεθός τους (10η παράμετρος), η ελευθερία των επενδύσεων, ήτοι η ουσιαστική δυνατότητα των κεφαλαιούχων να δημιουργούν δομές και λειτουργίες παραγωγής πλούτου και οι τυχόν κρατικοί περιορισμοί στη δυνατότητα αυτή (11η παράμετρος) και η χρηματοοικονομική ελευθερία που σχετίζεται με την ‘‘υγεία’’ και την αποτελεσματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και τον βαθμό επέμβασης του κράτους στον χρηματοπιστωτικό τομέα (12η παράμετρος).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας του 2023 (που αφορά την αξιολόγηση της προηγούμενης χρονιάς), η Ελλάδα συγκέντρωσε 56,9 βαθμούς (με άριστα το 100) και κατατάσσεται στην 107η θέση παγκοσμίως (-30 θέσεις σε σχέση με το 2022). Βρίσκεται στην 42η θέση μεταξύ των 45 χωρών της Ευρώπης, ενώ η συνολική βαθμολογία της είναι κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Το 2022, η βαθμολογία της Ελλάδας ήταν 61,5 βαθμοί, με την οικονομία της να χαρακτηρίζεται ως ‘‘μετρίως ελεύθερη’’(moderately free). Σε σχέση με το 2022, η συνολική βαθμολογία της για το 2023 μειώθηκε κατά 4,6 μονάδες και πλέον η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των χωρών που οι οικονομίες τους θεωρούνται ως ‘‘κυρίως μη ελεύθερες’’ (mostly unfree). Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και χώρες όπως η Μολδαβία, η Τουρκία, η Ρωσία και η Λευκορωσία. Οι δε μεγαλύτερες μειώσεις για το 2023 παρατηρούνται στις παραμέτρους των ‘‘Κρατικών Δαπανών’’ και της ‘‘Δημοσιονομικής Υγείας’’.
Για το δε 2024 (αφορά το 2023, ίδετε τον πίνακα στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.heritage.org/index/pages/report), η Ελλάδα ‘‘έπιασε’’ μόλις 55,1 βαθμούς και κατατάσσεται πια 113η από τις 169 χώρες που βρίσκονται πάνω από το κατώφλι των 40 βαθμών (θυμίζω κάτω από τους 40 βαθμούς οι χώρες δεν κατηγοριοποιούνται καθότι δεν νοείται σε αυτές η έννοια της ‘‘οικονομικής ελευθερίας’’. Σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται το Burundi, η Zimbabwe, το Sudan, η N. Korea). Είναι πίσω από την 31η Βουλγαρία (με 68,5 βαθμούς), την 48η Αλβανία (με 64,8 βαθμούς), ακόμη και από την 71η ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’ (με 61,4 βαθμούς). Και πίσω από χώρες όπως, για παράδειγμα, η 36η Μποτσουάνα, η 63η Γουατεμάλα και η 86η Τανζανία.
Συνεπώς, αυτά που υποστήριξε, για τη χώρα μας και την οικονομία της, στην πρόσφατη επίσκεψή της η κ. Von der Leyen έρχονται σε προφανή και εξόφθαλμη αντίθεση με τις βαθμολογήσεις και κατατάξεις του ‘‘Index of Economic Freedom’’. Μάλιστα, όποιος, τελοσπάντων, θεωρεί τον εν λόγω Δείκτη πιο αποκαλυπτικό, πιο έγκυρο και πιο αξιόπιστο από τα λεγόμενα της Προέδρου της Κομισιόν, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτή όχι μόνο ήταν (κάπως) ‘‘υπερβολική’’ στους εν Αθήναις επαίνους της προς την Κυβέρνηση αλλά μάλλον ότι ήρθε στην Ελλάδα με πρόθεση να ‘‘μοιράσει καθρεφτάκια’’ στους εδώ ‘‘ιθαγενείς’’ και ιδίως στο συγκεκριμένο εσωκομματικό ακροατήριο.
Σε κάθε περίπτωση όμως, εμένα προσωπικά δεν με ‘‘απασχολεί’’ και τόσο πολύ η κ. Von der Leyen. Άλλωστε, φαντάζομαι ότι δεν πέρασε και άσχημα στην ανοιξιάτικη Αθήνα και για αυτά που είπε τουλάχιστον οι επί τόπου ακούσαντες αυτήν είτε ‘‘καταχάρηκαν’’, είτε ‘‘ανακουφίστηκαν’’. Εμένα, αντιθέτως, με ανησυχεί δεόντως η επερχόμενη, κατά τη δική μου εκτίμηση, σαρωτική νίκη της ‘‘αποχής’’ σε δύο μήνες, στις ευρωεκλογές και παράλληλα με προβληματίζει βαθειά το πώς τελικά, με πολλή δουλειά, με πολύ ιδρώτα, ίσως και με μεγάλη τύχη, μπορεί, με άξιους ανθρώπους και γνήσιους πατριώτες, να αλλάξει αυτή η χώρα…..