Όλυμπος, 2 Αυγούστου του 1913. Οι Θεοί δεν είναι πια μόνοι…
Τον Ιούλιο του 1913 οι Ελβετοί Φρέντερικ Μπουασονά (φωτογράφος και εκδότης) και Ντανιέλ Μπο Μποβί συγγραφέας, μετά την περιήγηση τους στην απελευθερωμένη Ήπειρο φτάνουν στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις προσκεκλημένοι της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Οι δύο Ελβετοί για να αξιοποιήσουν τις οκτώ ημέρες που μεσολαβούν μεταξύ των υποχρεωτικών εμβολιασμών τους για τη χολέρα αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο, εκπληρώνοντας έτσι ένα παλιό τους όνειρο. Στις 28 Ιουλίου το βράδυ φθάνουν στο Λιτόχωρο και αφού παίρνουν για οδηγό τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο ξεκινούν την επόμενη μέρα για τη Μονή Αγίου Διονυσίου.
Το βράδυ κατασκηνώνουν στην τοποθεσία Πετρόστρουγκα. Στις 30 Ιουλίου αφήνουν την Πετρόστρουγκα και το κατεστραμμένο, από μεγάλη πυρκαγιά, δάσος της και ανηφορίζουν στη Σκούρτα. Περνούν δίπλα από τον Κόκκινο Βράχο και αφού διασχίσουν το Λαιμό φθάνουν στην άκρη του Οροπεδίου που αμέσως το βαφτίζουν «Λιβάδι των Θεών».
Από το οροπέδιο κατεβαίνουν απότομες σάρες και σε δύο ώρες φθάνουν στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε μία καλύβα ξυλοκόπων. Τότε συνειδητοποιούν ποιος είναι ο δρόμος για την ψηλότερη κορυφή. Αργότερα κατηφορίζουν τη ρεματιά του Μαύρου Λόγγου και του Ενιπέα και το βράδυ φθάνουν κατάκοποι στη Μονή.
Στις 31 Ιουλίου όλη την ομάδα παίρνει το δρόμο της επιστροφής, όμως λίγο πιο κάτω από το Μοναστήρι αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη και απάτητη μέχρι τότε κορυφή του Ολύμπου, έτσι γυρνούν πίσω και κατασκηνώνουν τα Πριόνια όπου όλο το βράδυ δοκιμάζονται από μία φοβερή θύελλα.
Την επόμενη μέρα, ταλαιπωρημένοι, ανηφορίζουν τον Μαύρο Λόγγο και το απόγευμα φθάνουν στην καλύβα όπου και διανυκτερεύουν. Πριν να ξημερώσει ακόμα, ξεκινάνε με ομίχλη και ελαφρό χαλάζι ο Χρήστος Κάκαλος και οι δύο Ελβετοί.
Έπειτα από μία κοπιαστική ανάβαση μέσα από μικρές χαράδρες και απότομες σάρες, με μία τελευταία προσπάθεια ανεβαίνουν σε μια στενή κορυφογραμμή. Ο Χρήστος Κάκαλος μπροστά, ξυπόλητος και πίσω οι δυο Ελβετοί δεμένοι με σχοινί ανεβαίνουν.
Τελικά σε μία φαγωμένη κορυφή που νομίζοντας ότι είναι υψηλότερη την ονομάζουν «Κορυφή της Νίκης», ο ένας Ελβετός γράφει λίγα λόγια σε μία κάρτα για την ανάβαση και την τοποθετεί μέσα σε ένα μπουκάλι και το μπουκάλι το σκεπάζει προσεκτικά με ένα σωρό από πέτρες για να το προστατεύσει· βρέθηκε ύστερα από 14 χρόνια (φυλάσσεται στα γραφεία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας – Αναρρίχησης)!
Τότε είδαν ότι υπήρχε και «πιο ψηλά»
Σε ένα ξάνοιγμα όμως του καιρού βλέπουν μπροστά τους μία άλλη ενντυπωσιακή κορυφή ψηλότερα από αυτούς και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Αλλά, όπως θα γράψει αργότερα ο Μπουασονά: «Στην καρδιά κάθε θνητού βρίσκεται ένα κομματάκι από τη φωτιά του Προμηθέα». Ο Χρήστος Κάκαλος με κατεβασμένο το κεφάλι αμίλητος κατεβαίνει την απότομη πλαγιά και ξαφνικά σταματάει. Μπροστά του απλώνεται ο κατακόρυφος διάδρομος που οδηγεί στην ψηλότερη κορφή. «Πάνω;» ρωτάει.
Οι Ελβετοί δίχως απόκριση του γνέφουν: «Πάνω!»… Είναι η μυστική απόφαση που είχαν πάρει προηγουμένως και οι τρεις μαζί κι ο καθένας για τον εαυτό του χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Δίχως άλλη κουβέντα ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά σύνεργα που κουβαλούσε και ρίχνεται μπροστά. Σκαρφαλώνει με πείσμα στους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς. Σε λίγο είναι το τέρμα. Δεν πάει παραπάνω.
Βρίσκονται στην κορυφή! Ο Κάκαλος αναρριχήθηκε πρώτος στην κορυφή, η οποία ονομάστηκε αρχικά «Κορυφή Βενιζέλος» και αργότερα Μύτικας. Έτσι στις 2 Αυγούστου του 1913 ώρα 10:25 το πρωί κατακτιέται η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, η απάτητη μέχρι εκείνη τη στιγμή κορυφή του Ολύμπου! Οι Θεοί δεν θα είναι ποτέ πια μόνοι στην κατοικία τους…
Ο Χρήστος Κάκαλος αριστερά με τον ορειβάτη Κ. Ζολώτα (φωτό Ι. Ζολώτας)
Ποιος ήταν ο Χρήστος Κάκαλος
Ο Κάκαλος ήταν κυνηγός αγριοκάτσικων και τον πήραν οδηγό η αποστολή των Ευρωπαίων. Είναι ο πρώτος που ανέβηκε στον Μύτικα στην κορυφή του Ολύμπου. Φημολογείται ότι ανέβηκε στο Στεφάνι από τα Καζάνια και ότι κοιμήθηκε σε μία «σπηλιά» κάτω από το Στεφάνι, δηλαδή σχεδόν στον αέρα, δεμένος μόνο με σχοινιά.
Ο Χρήστος Κάκαλος ανέβηκε πολλές φορές στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας. Ως το τέλος της ζωής του, ο μπαρμπα-Χρήστος, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, εξακολουθούσε να κάνει ορειβασία. Το 1972, λίγο πριν το θάνατό του, ανέβηκε σε ηλικία 93 χρονών στον Όλυμπο. Πέθανε τον Απρίλιο του 1976 στο Λιτόχωρο, σε ηλικία 97 χρονών.
Πηγή: Νίκος Νέζης: Όλυμπος-εκδόσεις Πιτσιλός.