Τον Ιούνιο η βασική ασχολία των κατοίκων της παλαιάς Λεπτοκαρυάς ήταν ο “θέρος” γι΄αυτό και ονομάζεται και “θεριστής”. Πολλές Λεπτοκαρίτισσες από το πρωί, πήγαιναν στο χωράφι και βοηθούσε η μία την άλλη, όπου με το “δρεπάνι” θέριζαν το σιτάρι. Ο δέτης ήδη από το βράδυ έβρεχε “καλάμια από βρίζα” και το πρωί με αυτό έκαμε τα δέματα για το δέσιμο του σιταριού, τα λεγόμενα “δεμάτια”. Τα δεμάτια αυτά τα έστηναν όρθια σε σχήμα καλύβας, σε ποσότητα από πέντε έως έξι δεμάτια περίπου.
Αργότερα με τα ζώα κουβαλούσαν “τα δεμάτια” στο αλώνι, όπου εκεί έκαμαν “τη θυμωνιά”. Τα φτιάξιμο της θυμωνιάς απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις. Τα στάχια έπρεπε να μην βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά, αλλά στην εσωτερική, ώστε να μην βρέχονται και να μην τα τρώνε τα ζώα. Στο τέλος της θυμωνιάς έβαζαν από πάνω σειρές από δεμάτια, για να σχηματίσουν μία σκεπή, για να μην μπαίνουν μέσα στα στάχια, τα νερά της βροχής, όταν έβρεχε.
Το αλώνισμα του σιταριού γινόταν κυρίως τον μήνα Ιούλιο. Γι΄αυτό και ο Ιούλιος ονομάζεται και “αλωνιάρης”. Όταν έρχονταν η σειρά τους για να αλωνίσουν, τότε έστρωναν το σιτάρι στο αλώνι και το αλώνιζαν με τα ζώα. Τα αλώνια τα έκαναν σε τοποθεσίες που να τα πιάνει ο αέρας. Γιατί μόνο με τον αέρα μπορούσαν να λιχνίσουν το σιτάρι. Τα καλά τα αλώνια ήταν στρωμένα με μεγάλες πλάκες, έτσι ώστε το σιτάρι να μην ανακατεύεται με τα χώματα. Στην παλαιά Λεπτοκαρυά είχαμε μονάχα ιδιωτικά αλώνια. Για να αλωνίσει κάποιος Λεπτοκαρίτης που δεν είχε αλώνι, έπρεπε να πάρει την άδεια από το νοικοκύρη και να περιμένει τη σειρά του για να αλωνίσει.
Μόλις τελείωνε το αλώνισμα άρχιζε το “λίχνισμα” που ήταν το τελικό βήμα για τον αποχωρισμό του σπόρου των δημητριακών, όπως του σιταριού και του κριθαριού από το άχυρο. Αφού το αλώνισμα ελευθέρωνε τους σπόρους από το περίβλημά τους και το άχυρο κοβόταν σε μικρά κομμάτια, λίχνιζαν όλο το μείγμα πετώντας το στον αέρα αντίθετα στη φορά του ανέμου με το “δικράνι”.
Το “λίχνισμα” γινόταν τις απογευματινές ώρες που συνήθως άρχιζε να φυσάει ο αέρας. Οι “λιχνιστάδες” ήταν συνήθως δύο, στέκονταν κάθετα προς τον αέρα και με το φτυάρι πετούσαν ψηλά το άχυρο και το σιτάρι. Η αύρα, που είναι ιδιαίτερα δυνατή το απόγευμα, παρέσυρε μακριά το περίβλημα και παραμέριζε το άχυρο, ενώ οι σπόροι επειδή ήταν βαρύτεροι ξανάπεφταν στο αλώνι. Με αυτό τον τρόπο γινόταν ο διαχωρισμός.
Τέλος, αναφέρουμε μερικά από τα αλώνια που βρισκόταν στην παλαιά Λεπτοκαρυά: “Αλώνι στην Γκάβρα” του Ιωάννη Παρλαπάνου, “αλώνι στην Τοπόλιανη” του Μ. Κωστόπουλου, “αλώνι στα Παλιομάντρια” του Διονυσίου Κανούλα και το “αλώνι στο Σιπωτό” του Αθανασίου Γιαννίκη.
Αρκετές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ» και από το προσωπικό μου αρχείο.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος – αρχαιολόγος