(Του Μάρκου Μπόλαρη)
«Το λεν’ τ’ αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια …»,
δεκαπεντασύλλαβος ο στίχος και στιχουργός ο λαός,
σε δύσκολες ώρες, μυστικής κυοφορίας και γέννας,
χρόνοι δίσεκτοι ήταν, καιροί σκλαβιάς , κι οι Ρωμιοί ραγιάδες,
και σε ετούτες τις χαλεπές ώρες, τους δύστηνους καιρούς ,
από βαθιές σπηλιές κι από υπόγειες διαδρομές ύδωρ ζών και λάλον
ανέβλυζε και ωράιζε, όπως στην Πεντηκοστή , αέναη και γαρ η παρουσία του Πνεύματος,
στίχοι δεκαπεντασύλλαβοι και μουσικές λιγυρές , ανήκουστος κι ανείπωτος κελαιδισμός,
καταπώς από στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσω αίνον,
από στόματος απλών και ταπεινών , τσομπαναραίων κι αγωγιατών,
από χειλέων αγραμμάτων ρετσπέρηδων και ωραίων ξωμάχων,
στίχοι δεκαπεντασύλλαβοι, στίχοι σαν αγάλματα ωραιότητας της Ελληνίδας γλώσσας,
ύδωρ λάλον, να, κι οι δρόμοι μας ακολουθούν υπόγειες διαδρομές,
τι βαθιές εγγραφές αυτές , στις έλικες του εγκεφάλου ,
τι χάραξη αρχέγονη είναι αυτή στα μάρμαρα του σκληρού πυρήνα του μακρομορίου, αυτού που το είπαμε DNA ,
Αηδονολάλειε στήθος μου πριν το σπαθί σε σκίσει,
ο Διονύσιος ο Κόντες από το Φιόρο του Λεβάντε παίρνει την σκυτάλη
σκυτάλη στον δεκαπεντασύλλαβο, σκυταλοδρομία πνεύματος, που μας κατέλιπε το αριστούργημα των Ελεύθερων Πολιορκημένων,
«Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου,
πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα»,
του Πνεύματος το ‘21 , πως ξαστοχήσαμε έτσι,
και να, πως ο δεκαπεντασύλλαβος των ακριτικών τραγουδιών κι όσων ωραίων δημοτικών διέσωσαν την ψυχή του Ρωμιού στο τραγούδι
και πώς στον πυρήνα του μακρομορίου αποτυπώθηκαν οι γενετικές πληροφορίες μιάς μουσικής μιάς ποιητικής διαδρομής,
διασώζοντας,
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης,
τραγουδά στην τάβλα του πανηγυριού
ο προεστώς,
ανοιχτοί πάντα οι ορίζοντες της Ρωμιοσύνης,
κι ετούτοι , στα δύσκολα που βρέθηκαν,
σαν τ’ αηδόνια στις ρεματιές, σαν τα κοτσύφια
που μινυρίζουνε στις πυκνές φυλλωσιές,
την συνομωσία της ωραιότητας οργανώνουν, από τα βάθη αηδονολάλειε στήθος μου,
της απλοχωρίας των οριζόντων εραστές , για τούτο και δικέφαλος ο αητός στο λάβαρο,
της ωραιότητας πρωτοστάτες, κρυμμένοι σα λιοντάρια ,
Α ! ποιός τάχα να νοιάζεται την σήμερον για της Άνοιξη τ’ αηδόνια ,
τ’ αηδόνια της Ανατολής γλυκά που κελαηδούνε τον Απριλομάη,
ταπεινά που ‘ναι τα αηδόνια, μικρούτσικα και φτωχικά ντυμένα,
στου πλάτανιου τη φυλλωσιά πώς είν’ καλά κρυμμένα,
φωνή που σηκώνουνε καλλικέλαδο , μολπές γλυκύλαλες στον αγέρα,
τις βραδιές τις ανοιξιάτικες πως ωραίζουν συναυλίζοντας,
πάσα και γαρ πνοή αινεσάτω τον Κύριον, στου κισσού το πύκνωμα,
τ’ αηδόνια του δεκαπεντασύλλαβου, η Αηδών των αριστοφανικών Ορνίθων, τ’ αηδόνια της Ανατολής,
αηδονολαλήματα με πελέκι σκληρογραμμένα στον πυρήνα,
εφόδια μιάς πορείας στις θάλασσες των αιώνων, στα πέλαγα της ιστορίας,
αηδόνια καλλικέλαδα της ποίησης και της λογοτεχνίας , της μουσικής και του χορού, της φιλοσοφίας και της θεολογίας ,
οξύλαλα αηδόνια ,
τον κυρ Θανάση μνημονεύω , τον Μπάρμπα, τ’ αηδόνι το αγλαίζον της γειτονιάς μας,
απ’ την Νικήσιανη προσκλήθηκε μικρός αηδονόφωνος,
μουσικολογιώτατος της μακράς παράδοσης του Παγγαιορείτικου χωριού,
που είχε κι έχει την ευλογία της γειτνίασης της Παναγίας της Αχειροποίητης,
που τώρα στα τελευταία χρόνια σοφολογιότατοι
Εικοσιφοίνισσα την επωνόμασαν,
ο κυρ Θανάση, παγγαιορείτικο αηδόνι, για δεκαετίες αγλάιζε από το στασίδι του,
ως πρωτοψάλτης του Τιμίου Σταυρού στα Σέρρας, στον μαχαλά μας,
ωράιζε τον τόπο , ουχί απλώς και μόνον τις ανοιξιάτικες βραδιές,
μα ολοχρονίς , ανεξάντλητος , μερακλής, με κέφι
έψαλλε άδων και αινών,
τις απλές καθημερινές λειτουργίες όπως και στις επίσημες πανηγυρικές,
τι τον ένοιαζε αυτόν εάν ήταν γιομάτη η εκκλησιά
ή όχι,
γιά τον έρωτά του έψαλλε αυτός , κρυφοί έρωτες είν’ αυτοί ,
σαν τ’ αηδονιού στης ρεματιάς τες φυλλωσιές ανομολόγητοι έρωτες, μυστικοί , θείοι έρωτες,
πάσα πνοή αινεσάτω,
με φρύγιο και σε λύδιο ήχο,
μουσικολογιώτατος με ήθος και σε αρχαίο αγιονορείτικο ύφος,
μιάς αρχαίας παράδοσης μουσικής και ψαλτικής
εκπρόσωπος ,
παπαδιαμαντικής αξιοπρέπειας, εν Σέρραις, φαεινόν δείγμα, διό
το λέν’ τ’ αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες …
κι όσοι οι ώτα έχοντες , ενωτισθώμεν …
Έτσι κι αλλιώς, αδέρφια , η ομορφιά ,
παρακαταθήκη μας άφησε ο Φιοντόρ , της Ρωσσίας το καύχημα, ο Ντοστογιέφσκι,
ίδιες κουβέντες , από την ψυχή βγαλμένες, σταράτες
Η ομορφία, αδέρφια, θα μας σώσει , ακούτε,
μέσα σε τούτο τον κόσμο που έχασε τον μπούσουλα,
η Ομορφιά , μόνον,
Αηδονολάλειε στήθος μου …
Χαίρετε πάντοτε !