του Σωτηρίου Δ. Μασταγκά
Στο παλιό Λιτόχωρο οι πιστοί κάτοικοι έκαναν παρακλητικά λιτανείες για να σταματήσει κάποιο κακό, όπως είναι η ανομβρία. Έβλεπαν ότι η παρατεταμένη ξηρασία, η ανομβρία που έπληττε τον τόπο, έκανε καταστροφές στη σοδειά, στα δημητριακά, στα αμπέλια, στα δέντρα ακόμα και στα ζώα τους.
Η λιτανεία ανήκει στις θρησκευτικές τελετές και είναι η περιφορά αγίων λειψάνων και ιερών εικόνων εκτός των ναών.
Σε συνεννόηση με τους ιερείς του Λιτοχώρου ζητούσαν και έπαιρναν από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου λείψανα και εικόνα του Αγίου που είναι προστάτης του τόπου.
Η συμμετοχή των ενοριτών και πιστών στη λιτανεία ήταν πάνδημη. Προπολεμικά έκαναν πρωτύτερα τρεις μέρες αυστηρή νηστεία.
Συγκεντρώνονταν στην κεντρική πλατεία, στο Χαΐρι, μπροστά στον Άγιο Νικόλαο και διέσχιζαν κυκλικά το Λιτόχωρο, καταλήγοντας πάλι στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν.
Στην πομπή μπροστά πήγαινε ο Σταυρός, μετά τα λείψανα με τις εικόνες, τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα απ’ τις εκκλησίες, οι ιερείς και οι πιστοί. Οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια κλειστές ομπρέλες (παρασόλια).
Η πομπή περνούσε τους δρόμους, την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τον πλάτανο στο Χοροστάσι, την Παναγία, την Αγία Παρασκευή, τα Λούκια, μετά κατηφόριζε, περνούσε από τον Άγιο Γεώργιο και τελείωνε στον Άγιο Νικόλαο. Σ’ ολόκληρη την πορεία ο λαός ικέτευε τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω ψάλλοντας το «Κύριε Ελέησον» σε χρόνο αργό, συρτό αλλά κατανυκτικό, σεμνό και ρυθμικό.
Όσοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν, έβγαιναν στις εξώπορτες των σπιτιών τους με θυμιατά και ασπάζονταν τα λείψανα και τις εικόνες.
Στα σταυροδρόμια με συνεχείς στάσεις οι ιερείς έψαλαν το τροπάριο του Αγίου Διονυσίου, εγκώμια και ανέπεμπαν δεήσεις για να παύσει η ανομβρία. Ο ελεήμων Θεός άκουγε τις προσευχές και παρακλήσεις των πιστών Λιτοχωρινών και έστελνε βροχή.
Οι λιτανείες δεν ήταν έθιμο, ούτε παράδοση. Ήταν η πίστη, η ζωή, η αλήθεια, ήταν τα εσώτερα της ψυχής των χριστιανών.
Σχετικό είναι και το παρακάτω μικρό απόσπασμα από το διήγημα με τίτλο “Τα Κυριελέησα” της Λιτοχωρινής Λάιζας Κύρου – Πειστικού (1920–2017) που είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του Σφενδόνη το 1995.
«Πολλές φορές το καλοκαίρι και όταν είχε ανομβρία υπήρχε κίνδυνος να ξεραθούν οι σοδιές και να χαλάσουν τα αμπέλια.
Γι’ αυτό το τσίπουρο και το κρασί που έφτιαχνε η κάθε οικογένεια αναγκαζόταν να τ’ αγοράσουν από τα γειτονικά χωριά. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο η γιαγιά μου, πάντοτε πρωτοστάτης στα εκκλησιαστικά, συγκέντρωνε κάποιο απόγευμα τις γυναίκες του χωριού, που ήταν όλες φιλενάδες της, στην Εκκλησία.
Τότε η γιαγιά μου τις έλεγε με την τοπική Λιτοχωρίτικη λαλιά της:
«Ά, κουρίτσια πήρατι μαζί σας τα παρασόλια;».
«Ναι, θεια Πιλαγία, τα πήραμι», απαντούσαν τα κουρίτσια, που ήταν όλες τους πάνω από 70 χρονών.
Τότε έβγαινε και ο παπάς με την εικόνα του Αγίου Διονυσίου προστάτη αγίου και άρχιζε η Λιτανεία γύρω από την ενορία. Η γιαγιά Ζαχαρατζού (γιατί ο παππούς μου ήταν Ζαχαροπλάστης) άρχιζε με την ψιλή κοριτσίστικη φωνή της να ψέλνει τα Κυριελέησα.
Κύριε Ελέησον
Κύριε Ελέησον
Κύριε Ελέησον
και επαναλαμβάνουν όλες μαζί σαν κόρο αρχαίας τραγωδίας. Σχεδόν φτάνοντας στον γυρισμό κοντά στον περίβολο της Εκκλησίας άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες της βροχής.
Η πίστη τους στον Άγιο έκανε το θαύμα της.
Τα παρασόλια εν τω μεταξύ είχαν όλα ανοίξει για να προστατέψουν τις θεοσεβούμενες μορφές τους, κι έτσι η σοδιά ήταν πάντα καλή».