«Πρόσφυγες στην Πιερία: Ένας Αιώνας Μνήμης»
Η εισήγηση εστιάζει κυρίως στη συνοικία του Σταθμού της Κατερίνης, στην οποία το 85 έως 90% των 500 περίπου κατοίκων ήταν ποντιακής προσφυγικής καταγωγής, αλλά και δευτερευόντως στη συνοικία του Βατάν και σε τρία χωριά με κυρίαρχο το ποντιακό προσφυγικο στοιχείο, τον Τρίλοφο, τη Σφενδάμη και τον Καταχά.
Τα όποια τελικά συμπεράσματα θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας πιο εμπεριστατωμένης έρευνας.
Ξεκινώντας θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είναι μακριά από την πρόθεση του εισηγητή να προσεγγίσει το θέμα με κριτήρια απαξίωσης των μη ποντίων προσφύγων ή φυλετικής υπεροχής της μιας ή της άλλης πληθυσμιακής ομάδας.
Το προσφυγικό σώμα μπορούμε να το χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το χρόνο που ήρθαν στην Ελλάδα , με τις συνθήκες που επικρατούσαν και με την κοινωνική και πολιτισμική του συγκρότηση.
ΕΛ.Π.ΠΙ.: Σαν μια παρέα όπως παλιά στον Λουδία
Εκθεση φωτογραφίας με θέμα « Πρόσφυγες στην Πιερία: Ένας αιώνας μνήμης» – Ενημέρωση της νέας διοικητικής αρχής
Οι πόντιοι πρόσφυγες του 1923 ήρθαν διωγμένοι από το Οθωμανικό καθεστώς και, αργότερα, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με τους Οθωμανούς που έμεναν στην Ελλάδα.
Οι πόντιοι πρόσφυγες από τη Σοβιετική Ένωση που ήρθαν το 1929, ήρθαν κυρίως για οικονομικούς λόγους. Εκείνη την περίοδο έληγε η Νέα Οικονομική Πολιτική, και άρχιζε η περίοδος της κολεκτιβοποίησης, γεγονός που ώθησε την κάθοδό τους στην Ελλάδα κυρίως αυτών που είχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνηθίσει στην ελεύθερη, λεγόμενη, αγορά και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες[1].
Το τρίτο κύμα των προσφύγων ήρθε το 1938 με 1939, κατά κύριο λόγο επειδή το επέτρεψε το καθεστώς του Μεταξά και δευτερευόντως γιατί ,στα πλαίσια ενίσχυσης του εσωτερικού μετώπου απέναντι στον κίνδυνο γερμανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, σύμφωνα με τη Σοβιετική Κυβέρνηση, πάρθηκαν μέτρα ενάντια στην ενδεχόμενη δημιουργία εθνικιστικών τάσεων, κλείνοντας σχολεία εθνικών μειονοτήτων, μαζί και ελληνικά.
Ρόλο έπαιξε επίσης, κυρίως στους ηλικιωμένους πόντιους πρόσφυγες, ο μύθος της πατρίδας με τον «βασιλέα», όπως έλεγε η γιαγιά μου, μιας Ελλάδας που θα τους υποδέχονταν με «ανοιχτές αγκάλες».
Η συμμετοχή των ποντίων προσφύγων στην Εθνική Αντίσταση και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.) επίσης διαφοροποιείται ανάλογα με το χρόνο ένταξης τους στη μία ή την άλλη συλλογικότητα.
Οι πόντιοι πρόσφυγες του 1938 με 1939 ήταν ευκολότερο να ενταχθούν σε μια πολιτική πραγματικότητα που ήταν συγγενική σε αυτό που είχαν βιώσει, ιδιαίτερα οι νεότεροι, στη Σοβιετική Ένωση και ως προς τις αξίες που πίστευαν και τις αρχές που είχαν. Επίσης ρόλο έπαιξε η μη αποκατάστασή τους, αστική και αγροτική , η εκμετάλλευσή τους από ντόπιους εργοδότες, η καχυποψία και η πολιτιστική τους απομόνωση, η, σε μεγάλο βαθμό, περιχαράκωσή τους. Με δυο λόγια, θεωρούνταν και αισθάνονταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας .
Έτσι ήταν πιο εύκολο σε αυτούς να ενταχθούν σε ένα κίνημα και τρόπο ζωής της Εθνικής Αντίστασης που ήταν πιο κοντά στις αρχές και τις αξίες τους. Το Ε.Α.Μ. υπόσχονταν, και άρχιζε να υλοποιεί, ως ένα βαθμό , μία διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, όπως την είχαν ζήσει στη Σοβιετική Ένωση .
Αλλά και οι πρόσφυγες του 1928 -1929 που ήταν περισσότερο ευκατάστατοι, όταν ήρθαν αντιμετώπισαν μία διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που περίμεναν.
Βέβαια πρέπει να πούμε ότι, όσο περνούσε η Κατοχή, υπήρχε ένα κυρίαρχο ρεύμα που τους παρέσυρε στην ένταξη τους στην Εθνική Αντίσταση.
Εδώ πρέπει να εξαιρέσουμε ένα μεγάλο μέρος των τουρκόφωνων Ποντίων που ο τρόπος ζωής τους, η οργάνωση της κοινωνίας τους , η κοινωνική ιεραρχία δεν ταίριαζε με τις εξαγγελίες και τις αξίες του Ε.Α.Μ. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και εξαιρέσεις με δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπλαρχηγών του Πόντου, του Θεόφιλου Χατζηευσταθίου με το ψευδώνυμο «Καράφυλος» από το Κεραμίδι και του Κ. Γελαστόπουλου- «καπετάν Καίσαρη» -από τη Νεοκαισάρεια Πιερίας , οι οποίοι εντάχθηκαν στον Ε.Λ.Α.Σ.[2]
Του Νίκου Σαλπιστή
[1] Αναστάσιος Γκίκας, Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Ε.Σ.Σ.Δ. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2007,σ.138
[2] Γιώργος Παπαγεωργίου Παραλειπόμενα της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ.61