Επιμέλεια και Παρουσίαση:
Ανδρέας Κατσιάπης – Γαλανός *
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ / ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ
ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΛΛΗΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΙΝΙΩΤΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ.
Γιώργος Τζιόκας:
Η τέχνη αγγίζει τους άλλους,
μόνο όταν είναι βιωματική,
όταν είναι κατάθεση ψυχής!
Με αφορμή τη νέα έκθεση του μεγάλου και σπουδαίου Έλληνα και Κατερινιώτη εικαστικού καλλιτέχνη, Γιώργου Τζιόκα, στην Κατερίνη («Τζιόκας 50 χρόνια»), τα εγκαίνια της οποίας, ως γνωστόν, πραγματοποιήθηκαν στην Αστική Σχολή Αικατερίνης, βρήκα την ευκαιρία να εξασφαλίσω μια συνέντευξη μαζί του.
Ήθελα να τον ρωτήσω για ορισμένα θέματα που σχετίζονται με τον ίδιο και με το σπουδαίο έργο του, ήθελα να τον ρωτήσω για τη συνάντησή του με μεγάλους καλλιτέχνες τού 20ου αιώνα, όπως είναι ο Ελύτης στην ποίηση και ο Χατζιδάκις στην ποίηση και στη μουσική, ήθελα όμως να τον ρωτήσω και για φημισμένα πρόσωπα και θέματα που σχετίζονται με τις εικαστικές τέχνες, όπως είναι π.χ. ο Πικάσο και κάποιοι φημισμένοι πίνακές του, αλλά όχι μόνο.
Ευτύχισα, λοιπόν, να εξασφαλίσω αυτή τη συνέντευξη. Σ’ αυτό συνέβαλε η ξεχωριστή Κατερινιώτισσα ποιήτρια, η Γιώτα Τσερτεκίδου. Η συνάντηση έγινε στη φιλόξενη καφετέρια Gentle, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών 28ης Οκτωβρίου και Λ. Ιασωνίδη, στην Κατερίνη, μακριά από τη βουή τού κέντρου τής πόλης μας.
Τέσσερις στη συντροφιά μας· εγώ, ο Γιώργος Τζιόκας, η Γιώτα Τσερτεκίδου και ο γνωστός Παιδίατρος (που σήμερα είναι και υποψήφιος Βουλευτής με την «Ελληνική Λύση»), ο Απόστολος Ζέρβας.
Η συνέντευξη, που ακολουθεί, είναι περισσότερο μια συζήτηση και λιγότερο μια συνέντευξη με τον Γιώργο Τζιόκα. Είναι μια ελεύθερη συζήτηση που μαγνητοφωνήθηκε, ώστε αυτή να μείνει, ως ηχητικό αλλά και ως κείμενο, στην ιστορία.
Τη χάρηκα πολύ αυτή τη συζήτηση, διότι αφενός μεν ο Γιώργος Τζιόκας είναι ένας πολύ απλός άνθρωπος που όμως είχε πολλά και σπουδαία να πει, αφετέρου χάρηκα αυτή τη συζήτηση επειδή έγινε στην ελληνική γλωσσική παράδοση του ενικού https://stalagmaties.blogspot.com/2018/08/blog-post_10.html , μακριά από τις δήθεν ευγένειες που μας ήρθαν από τη Δύση κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας, μακριά από την απόσταση που επιβάλλει ο πληθυντικός αριθμός.
Γι’ αυτό και εκτιμώ ότι αυτή η συνέντευξη / συζήτηση έχει αρκετό ενδιαφέρον.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ / ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΤΖΙΟΚΑ.
Αγαπητέ Γιώργο, και στις δύο εικαστικές εκθέσεις που έχεις κάνει εδώ στην Κατερίνη, στους πίνακές σου υπάρχει μεν μια ποικιλία θεμάτων αλλά κυριαρχεί ένα πρόσωπο· η γυναίκα. Το ερώτημα, λοιπόν, που θέτω είναι εάν, γενικά, σε όλους τούς πίνακές σου κυριαρχεί το πρόσωπο της γυναίκας ή έχεις προσανατολιστεί στη γυναίκα, μόνο κατά τα τελευταία χρόνια.
Γ.Τζιόκας: Φίλε Ανδρέα, θέλω να ξέρεις ότι πάντοτε η γυναίκα ήταν στο πίσω μέρος τού μυαλού μου αφότου άρχισα να ζωγραφίζω. Μετά το ’75 που θέλησα να κάνω τη μουσική τού Χατζιδάκι «το χαμόγελο της Τζοκόντα» σε πίνακες, εκεί ακριβώς, επειδή πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η γυναίκα, η μόνη και έρημη γυναίκα μέσα στη Νέα Υόρκη, στη ζωή δηλαδή, η οποία, κατά τον Χατζιδάκι, δεν αντιπροσώπευε σαφώς τον εαυτό της αλλά αντιπροσώπευε τον άνθρωπο τον μοναχικό. Αυτή, λοιπόν, η μοναχική γυναίκα καθόρισε όλη μου τη ζωγραφική.
Ως προς την υπόλοιπη θεματογραφία σου;
Γ.Τζιόκας: Στα εικαστικά, ασφαλώς, έχω και άλλα θέματα και μάλιστα καλά θέματα από πολλές πλευρές· Πρόκειται για εικόνες που συναντάμε στη φύση· όπως είναι τα πουλιά, τα ζώα, οι θάλασσες, ο ουρανός, ο ήλιος και τα ηλιοβασιλέματα. Ζωγράφισα όμως και θέματα που παραπέμπουν σε διάφορες άλλες έννοιες, όπως είναι η ελευθερία. Η γυναίκα όμως είναι το μέσον διότι -ακόμη, ακόμη και σε ένα ηλιοβασίλεμα- βάζοντας εκεί και μια γυναικεία φιγούρα, το ηλιοβασίλεμα παίρνει μια άλλη υπόσταση.
Η πέτρα ως θεματολογικό στοιχείο στα έργα σου, πώς προέκυψε;
Γ.Τζιόκας: Πράγματι, ένα άλλο στοιχείο που εμένα μού αρέσει και το έχω χρησιμοποιήσει και συνεχίζω να το χρησιμοποιώ είναι η πέτρα. Η πέτρα μού έχει μείνει από τότε που έκανα το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη, όπου και για τον Ελύτη η πέτρα είναι το αναλλοίωτο εκείνο στοιχείο που όσες φορές και να το σπάσεις, θα παραμένει πέτρα. Εξ ού και ο Χριστός που είπε για τον Πέτρο· «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ευαγγέλιο Ματθαίου, κεφ. 16, στίχος 17). Βέβαια, δεν είναι το θεϊκό που επικαλούμαι, αν και ο Ελύτης συνταυτίζεται με το θείον -όχι με την τρεχούμενη έννοια- αλλά με τον δημιουργό.
Τώρα μού δίνεις την αφορμή να σε ρωτήσω για τη σχέση των εικαστικών έργων σου με ποιητές και μουσικοσυνθέτες. Πώς επήλθε μια τέτοια σχέση;
Γ.Τζιόκας: Θα συνεχίσω, λοιπόν, τις σκέψεις μου και θα πω ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εγώ, ερήμην των ποιητών, τού Χατζιδάκι και του Ελύτη, τα έργα των οποίων μετέφερα σε πίνακες και μάλιστα πολύ πριν τους γνωρίσω- ήδη ήξερα τι (εικαστικά έργα) θέλω να κάνω. Κι όταν συνέβη και είχα την επαφή μαζί τους, είδα ότι αυτά ακριβώς είναι που και οι ίδιοι ευαγγελίζονται!
Ποιους μεγάλους γνώρισες από τον κόσμο τής ποίησης, της μουσικής, της ερμηνείας;
Γ.Τζιόκας: Είχα την αγαθή «τύχη» να γνωρίσω κάποιους σπουδαίους στιχουργούς, ποιητές, μουσικοσυνθέτες κ.ά. Δεν πρόκειται όμως για τύχη, δεν πρόκειται για τυχαίες διεργασίες. Πιστεύω ότι υπάρχουν διεργασίες που γίνονται ερήμην ημών που μας οδηγούν σε συγκεκριμένα σημεία όπου όταν έρθει η κατάλληλη χρονική στιγμή, συναντιόνται δύο έννοιες, δύο «πράγματα», δύο άνθρωποι, για να δημιουργηθεί κάτι περαιτέρω.
Συνάντησα λοιπόν τον Χατζιδάκι όταν είχα διαμορφώσει μια άποψη για τη μουσική του, και στην κορύφωση της δημιουργίας μου ήρθε καταλύτης η γνωριμία μου μαζί του και αυτό ακριβώς ολοκλήρωσε τη δημιουργία μου και τις σκέψεις μου.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον Ελύτη· αφού είχα δύο χρόνια μελετήσει, σχεδιάσει, κάνει όλα αυτά, θυμάμαι ότι στο Εθνικό Θέατρο που εργαζόμουν τότε στη σκηνογραφία, έρχεται η γνωριμία μου με τον Ελύτη η οποία υπήρξε επεισοδιακή αλλά και καταλυτική. Και ενώ με κάλεσε στο σπίτι του για ένα τέταρτο, όπως μου είχε πει, καθίσαμε δυόμισι ώρες και συζητούσαμε. Μου έκανε, με τα χεράκια του, ελληνικό καφέ στο μπρίκι, ανάψαμε τσιγάρο και συζητούσαμε δυόμισι ώρες υπέροχα, μέχρι που πήγε 10.30 το βράδυ…
Από εκεί και πέρα, ήταν θέμα χρόνου να ολοκληρώσω το «Άξιον Εστί», διότι, όπως μου είπε· «είσαι ο μόνος που «έπιασες» την πεμπτουσία τής σκέψης μου».
Το ότι ζωγράφισες τον Ελύτη ή τον Χατζιδάκι, ήταν κάτι που σε ενθουσίασε; Ήταν κάτι που σε συνεπήρε;
Γ.Τζιόκας: Καταρχάς, για εμένα ήταν ανάγκη να τα κάνω αυτά, διότι μέσα απ’ αυτά τα δύο έργα κατέθετα ατόφια τον εσωτερικό μου κόσμο. Υπήρχε ταύτιση. Και φυσικά, τόσο ο Ελύτης όσο και ο Χατζιδάκις αφού είδαν το έργο μου -αλλά και πριν ακόμη το δούνε- είχαν πιστέψει σ’ εμένα. Κι όταν είδαν και το αποτέλεσμα, ο μεν Ελύτης ήρθε στα εγκαίνια (της έκθεσής μου) για να επιβεβαιώσει ότι αυτό το έργο το εγκρίνει, άρα το αποδέχθηκε. Και αφού ολοκλήρωσα το έργο μου στις 30 Δεκεμβρίου, ο Ελύτης πήρε το Νόμπελ!
Αλλά και ο Χατζιδάκις μίλησε για το έργο μου με λόγια σπουδαία. Είπε ότι κατάφερα να μεταφέρω τη Τζοκόντα του στον μουσαμά και σημείωσε χαρακτηριστικά: «Είναι περίεργο, μα ο Γ.Τζιόκας κατάφερε να μεταδώσει πολλά στοιχεία απ’ το «Χαμόγελο της Τζοκόντα» μου στη ζωγραφική του και προκαλεί συγκίνηση με τη ζωγραφική του αρτιότητα και την ατελείωτη φαντασία που χαρακτηρίζει το έργο του».
Παρεμπιπτόντως, θέλω να ρωτήσω κάτι· Εάν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε μελοποιήσει το έργο τού Ελύτη «Άξιον Εστί», θα μπορούσε αυτό το έργο να γίνει τόσο γνωστό; Θα μπορούσε να γίνει απόκτημα όλων μας;
Γ.Τζιόκας: Αυτό και εγώ, πολλές φορές, αναρωτήθηκα. Πιστεύω όμως ότι το «Άξιον Εστί», πολύ πριν γίνει η μουσική από τον Θεοδωράκη, είχε ανταπόκριση στον κόσμο. Απόδειξη ότι εγώ προσωπικά, πριν ακούσω τον δίσκο, όταν ως μαθητής τού γυμνασίου πήρα στα χέρια μου το βιβλίο «Άξιον Εστί» και διάβαζα π.χ. τους στίχους «της αγάπης αίματα, με πορφύρωσαν», καταλάβαινα ότι ο Ελύτης εννοεί κάτι άλλο· είναι το αίμα το πορφυρί όταν ερωτευτούμε!
Σαν κι εμένα, θέλω να πω, και πολλοί άλλοι που έχουν μια προπαιδεία με την τέχνη, θα καταλαβαίνανε το «Άξιον Εστί». Βέβαια, προφανώς, το έργο αυτό δεν θα είχε την πλατιά διάσταση που απέκτησε μετά από τη μελοποίηση που δέχθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Κι όμως, πώς θα μπορούσε αυτό το ποίημα να μείνει χωρίς μουσική!; Και πώς δεν θα μπορούσε η μουσική αυτή να μην πάει σ’ αυτό το ποίημα!;
Επομένως, ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί» είχε τους στίχους του, τη μουσική τού Θεοδωράκη αλλά και τη δική σου εικαστική τέχνη, όπως επίσης ο Χατζιδάκις είχε τους στίχους και τη μουσική του και αυτά τα δύο συμπληρώνονταν από τη δική σου εικαστική τέχνη.
Γ.Τζιόκας: Έτσι, ακριβώς!
Θέλω όμως να επιστρέψω ξανά στη γυναίκα που φιλοτεχνείς στα έργα σου. Στην πρόσφατη έκθεσή σου, με εντυπωσίασαν κάποια χρώματα στο ένδυμα γυναικών κάποιων πινάκων σου. Για παράδειγμα, με εντυπωσίαζε το κόκκινο χρώμα. Θέλω, λοιπόν, να σε ρωτήσω· Έχεις αγάπη σ’ αυτό το χρώμα;
Γ.Τζιόκας: Παρεμπιπτόντως, η άποψή σου συμπίπτει με την άποψη πολλών άλλων. Εγώ τώρα, σ’ αυτή την έκθεση (της Κατερίνης), διαπίστωσα τη δύναμη του κόκκινου χρώματος. Πάντοτε το κόκκινο είναι ένα χρώμα που δίνει στον πίνακα μια λάμψη, μια ζεστασιά, αλλά εγώ δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ ως βασικό χρώμα για να επενδύσω τον πίνακα, διότι οι περισσότεροι πίνακές μου είναι σκουρόχρωμοι κλπ. Το κόκκινο λοιπόν, αν κοιτάξω τη γκάμα των έργων μου, είναι πολύ ελάχιστο. Όταν όμως χρησιμοποιώ το κόκκινο, πραγματικά δεν ξέρω πώς γίνεται και ξεχωρίζει από όλα τα κόκκινα, δηλαδή βγαίνει θεϊκό, που λέει και μια φίλη η οποία θαυμάζει την τέχνη μου.
Τώρα, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι κι εγώ τη δύναμη αυτού του χρώματος. Την ήξερα αυτή τη δύναμη αλλά δεν την χρησιμοποιούσα συχνά. Έβαζα το κόκκινο χρώμα στον βαθμό που να δώσω έναν τόνο στον πίνακα. Το έκανα αυτό διότι, ίσως, μέχρι τώρα έδινα στους πίνακες λίγο πολύ τη σκοτεινή πλευρά μας και ίσως τώρα να έχω απελευθερωθεί και βλέπω πιο αισιόδοξα τα «πράγματα», κάτι που είναι αντίστροφο με την ηλικία μου!
Εδώ και πολλά χρόνια με απασχολεί ένα ερώτημα που αφορά στη λεγόμενη διάσημη τέχνη και σε κάποιους από τους πλέον διάσημους εικαστικούς δημιουργούς της. Ίσως, όμως, αυτό το ερώτημα να μην είναι μόνο δικό μου…
Παρατηρώ κάποιους πίνακες Γάλλων, Ισπανών και άλλων διάσημων ξένων δημιουργών τής Δύσης. Κάμποσοι από τους διάσημους αυτούς πίνακες, εμένα προσωπικά δεν μου λένε τίποτα. Αυτό, βέβαια, είναι μια προσωπική αντίληψη, δεδομένου ότι εγώ δεν αποτελώ κριτήριο αισθητικής και εικαστικής τέχνης.
Και βλέπω και κάποιους άλλους πίνακες, λιγότερο διάσημων δημιουργών, όπως είναι οι πίνακές σου, αγαπητέ Γιώργο Τζιόκα, ή βλέπω ακόμη και πίνακες κάποιων άγνωστων δημιουργών, όπως είναι π.χ. για την πόλη μας, την Κατερίνη μας, ο Γκόγκος. Και χωρίς να μπορώ να ισχυριστώ ότι η υψηλή τέχνη σου είναι τής ίδιας αξίας π.χ. με την τέχνη τού Γκόγκου, βλέπω μέσα στους πίνακές σου αλλά και μέσα σε πίνακες κάποιων άγνωστων, στο πολύ κοινό, δημιουργών, βλέπω μια τέχνη που μπορεί να με εκφράζει καλύτερα. Και ίσως όχι μόνο εμένα…
Θέλω, επομένως, Γιώργο Τζιόκα, να σε ρωτήσω· Οι λεγόμενοι διάσημοι πίνακες αυτών των ξένων δημιουργών, αξίζουν όντως; Ή μήπως κάποιοι διάσημοι δημιουργοί, που δεν ξέρουμε το πώς και το γιατί έγιναν διάσημοι, είναι αυτοί που δίνουν και αξία στους πίνακές τους, είτε αξίζουν αυτοί οι πίνακές τους, είτε όχι;
Γ.Τζιόκας: Αυτό το ερώτημα που μου έθεσες τώρα εσύ, το έχω σκεφτεί άπειρες φορές εγώ. Και δεν είναι ερώτημα, ουσιαστικά είναι απάντηση!
Ο θεατής, ο κόσμος ο πολύς, επειδή δεν εμπιστεύεται την κρίση του, εμπιστεύεται την κρίση τού άλλου. Αν ακούσει κάποιον να εκφέρει μια θετική κρίση, λέγοντας· «α, τι ωραίο έργο είναι αυτό!», αυτόματα, σε πρώτο επίπεδο, θα το δει με άλλο μάτι. Αν όμως τον καλέσεις να εκφέρει μόνος του μια κρίση για έναν πίνακα, τότε, αν δεν έχει παιδεία τέχνης, θα διστάζει ίσως να σου πει… Έτσι, ο μη έχων παιδεία τέχνης θεατής, που βλέπει ένα έργο τού Πικάσο, μπορεί να σταθεί μπροστά στον πίνακα και να αναφωνήσει· «α, Πικάσο»!
Επειδή, λοιπόν, με απασχόλησε κι εμένα, πολλές φορές, αυτό το ερώτημα, θέλω να σου πω ότι όταν κοιτάω έναν πίνακα, ποτέ δεν κοιτάω το όνομα του εικαστικού καλλιτέχνη. Όταν δω έναν πίνακα που μου αρέσει, στέκομαι μπροστά του και τον μελετάω. Και τώρα αλλά και πάντοτε, αυτό έκανα.
Όπως είπες κι εσύ, υπήρχε εδώ στην Κατερίνη ένας ζωγράφος, ο Γκόγκος. Εγώ τον Γκόγκο τον σεβόμουν και μου άρεσαν τα έργα του, διότι ήταν καλλιτέχνης. Μπορεί το καλλιτεχνικό του έργο να μην ήταν, ξέρω ‘γώ, θεϊκό, ήταν όμως ένα αληθινό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Βέβαια, στην εποχή τού Γκόγκου, υπήρχε απαξίωση τέτοιων έργων από το κοινό τής Κατερίνης! Διότι τότε τον Γκόγκο δεν τον θεωρούσανε …ζωγράφο! Δηλαδή, εκείνη την εποχή, η ζωγραφική δεν είχε τη θέση που έπρεπε να έχει.
Αυτόν, λοιπόν, τον άνθρωπο εγώ τον χρίζω ως ζωγράφο και θα έπρεπε να τον έχουμε σε περίοπτη θέση, διότι ήταν ίσως από τους πρώτους διδάξαντες στην Κατερίνη. Ήταν η περίοδος όπου η Κατερίνη βγήκε από έναν πόλεμο (β’ παγκόσμιο πόλεμο αλλά και εμφύλιο πόλεμο) και η ζωγραφική ήταν τότε μια πολυτέλεια. Και ήταν πολύ σημαντικό, ένας άνθρωπος να κάνει ζωγραφική.
Επομένως, ο Γκόγκος είναι ένα παράδειγμα αυτού που λες, ότι δηλαδή ενώ έχει κάποια σπουδαία έργα, τα θεωρούμε συλλήβδην «άστα» (ως μη σημαντικά), διότι δεν έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, δεν είχε τη φήμη τού καλλιτέχνη παρότι στα έργα του υπάρχει ένα αληθινό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Υπήρξαν έργα φημισμένων καλλιτεχνών που όμως τα έργα τους δεν είχαν τη φήμη εκείνων που τα φιλοτέχνησαν;
Γ.Τζιόκας: Υπήρξαν και έργα που επενδύθηκαν με όλη αυτή τη φήμη και πεταχτήκαν στα σκουπίδια! Μετά τον Πικάσο, που η ζωγραφική έσπασε αυτή τη φόρμα και έγινε όλο αυτό που έγινε, πάρα πολλοί ζωγράφοι νομίζοντας ότι ζωγραφίζοντας με τρία μάτια και τέσσερα πόδια κλπ., θα γίνονταν κι αυτοί Πικάσο. Και την εποχή τού σουρεαλισμού, καθένας έκανε ό,τι ήθελε εν ονόματι της νέας πραγματικότητας της ζωγραφικής. Δεν είναι έτσι, όμως… Η τέχνη έχει κανόνες, η τέχνη έχει συναίσθημα, η τέχνη έχει αρχή, έχει τέλος.
Ο Πικάσο όταν έβαζε στον πίνακά του δυο μάτια στην ίδια πλευρά και μία μύτη και ένα αυτί, ήξερε τι έκανε. Πέρασε πρώτα από την κλασική ζωγραφική, κατέκτησε το σχέδιο, και αυτό που έκανε ο Πικάσο το έκανε συντεταγμένα, δεν το έκανε στην τύχη. Επομένως, δεν μπορούμε να κρίνουμε το έργο τού Πικάσο, διότι ο Πικάσο ήταν πάνω από το μέτρο τού καλλιτέχνη.
Νομίζω ότι με αυτά που μου εξηγείς, αρχίζω και εγώ να καταλαβαίνω εκείνα που προηγουμένως δεν μπορούσα να κατανοήσω. Πώς, όμως, για παράδειγμα, μπορούμε να κατανοήσουμε εκείνο το έργο τού Πικάσο, την «Γκουέρνικα»;
Γ.Τζιόκας: Και μόνον με τη «Γκουέρνικα» αξίζει να αποδεχθούμε το (συνολικό) έργο τού Πικάσο. Διότι η «Γκουέρνικα» είναι ένα έργο που έγινε το 1938, αναγνωρίστηκε όμως πολύ αργότερα, αφού προηγήθηκε και η πυρηνική καταστροφή τής Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Συγκεκριμένα, το 1957, δηλαδή είκοσι χρόνια αφότου φιλοτεχνήθηκε αυτό το εικαστικό έργο, έγινε αποδεκτή η «Γκουέρνικα» του Πικάσο.
Γιατί χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια; Διότι τότε, το 1957, είκοσι χρόνια μετά, καταλάβαμε τι σημαίνει καταστροφή. Ο πίνακας του Πικάσο που φιλοτεχνήθηκε το 1938, έδειχνε το πώς θα έρθει η πυρηνική καταστροφή το 1945 στην Ιαπωνία. Βεβαίως, ο Πικάσο δεν το είχε συνειδητοποιήσει ότι έτσι θα ήταν αυτή η καταστροφή, όμως ο πίνακας αυτός καταδεικνύει την καταστροφή όπου όλα εξαφανίστηκαν μέσα σε μια στιγμή. Φάνηκε δηλαδή καθαρά το πόσο μπροστά ήταν η «Γκουέρνικα». Και τότε, το 1957, καταλάβαμε τι ήθελε να πει ο «ποιητής», ο Πικάσο.
Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι τη «Γκουέρνικα» του Πικάσο θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως ένα εικαστικό έργο ιστορικής αξίας;
Γ.Τζιόκας: Ναι, αυτό είπα. Υπάρχουν, επομένως, εικαστικά έργα που είναι ιστορικά, που είναι αξίας ιστορικής. Υπάρχουν πίνακες που είναι σημαντικοί για την τεχνική τους. Και υπάρχουν πίνακες που είναι η έμπνευση του εσωτερικού και του αόρατου κόσμου.
Στην πορεία, όλοι αυτοί οι ζωγράφοι που βάζουν ένα λιθαράκι στην παγκόσμια τέχνη, αν έχουν να δώσουν κάτι το αληθινό, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτό που φτιάχνουν θα βρει τον δρόμο του, θα βρει την αξία του. Το ψεύτικο θα αποβληθεί…
Ποια η συμβολή των εμπόρων τής τέχνης στη φήμη ενός εικαστικού έργου;
Γ.Τζιόκας: Έχουν αγοραστεί πίνακες που είναι πανάκριβοι και έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια, διότι συνέβη αυτό που είπες, δηλαδή το πρόσκαιρο· η φήμη. Σ’ αυτό, φυσικά, παίζουν ρόλο και οι έμποροι της τέχνης. Κάποιοι έμποροι επενδύουν σ’ ένα γεγονός, το παρουσιάζουν και το αναδεικνύουν και το υπερτιμούν. Και ο κόσμος τρέχει, το αγοράζει και μετά το πετάνε…
Στην τέχνη, ποιο στοιχείο έχει πρωταρχική σημασία;
Γ.Τζιόκας: Στην τέχνη, νομίζω, πρωταρχικό ρόλο παίζει το πρωτογενές. Εκεί ο καλλιτέχνης εκφράζεται. Και αυτό συμβαίνει σε όλους τούς χώρους· στο θέατρο, στη μουσική, στην ποίηση, παντού.
Για παράδειγμα, η ποίηση της Γιώτας Τσερτεκίδου είναι, για εμένα, πολύ πιο μπροστά από την κανονική ποίηση. Εγώ δεν την ήξερα τη Γιώτα. Τη γνώρισα μέσα από την ποίηση. Κι όταν διάβασα κάτι από την ποίησή της, διαπίστωσα ότι αυτό το γράψιμο δεν μοιάζει με τα ποιηματάκια τού τύπου «μίαν ωραίαν πρωίαν σε είδον» κλπ… είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι παραπάνω. Και βεβαίως, αν αυτό εξελιχθεί και γίνει κάτι πιο πάνω και οριοθετηθεί και πάρει πιο πολύ σάρκα και οστά, τότε αργά ή γρήγορα θα βρει τον δρόμο του.
Στην τελευταία σου έκθεση, εδώ στην Κατερίνη, είδα και πολλά παιδιά να βλέπουν τους πίνακές σου, να στέκονται μπροστά στους πίνακές σου. Διαπίστωσα το ενδιαφέρον τους.
Γ.Τζιόκας: Προτού μιλήσω για τους μικρούς επισκέπτες των εκθέσεών μου αλλά και ιδιαίτερα για την παρουσία τους στα «50 χρόνια Τζιόκας», θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Οργανισμό Πολιτισμού τού Δήμου Κατερίνης (ΟΠΠΑΠ) που φιλοξένησε την έκθεσή μου στην Αστική Σχολή Αικατερίνης.
Ευτύχισα εξαρχής να έχω την αποδοχή, γενικά, του κόσμου ως προς τα έργα μου. Βλέπω και παιδάκια να παρατηρούν τους πίνακές μου. Αυτά τα παιδιά είναι και το πιο σοβαρό κριτήριο αξιολόγησης των έργων μου. Όταν τα παιδιά στέκονται αυθόρμητα μπροστά στους πίνακες και τους αρέσει, αυτό σημαίνει ότι κάτι καλό έκανα. Το παιδί δεν έχει λόγους να σε κολακέψει. Άμα του αρέσει ένας πίνακας, τον θαυμάζει. Άμα δεν του αρέσει, θα πει «τι βλακεία είναι αυτή»… Ευτυχώς, είχα μια πάρα πολύ καλή αποδοχή από τα παιδάκια. Και αυτό για εμένα είναι σημαντικό.
Στο κλείσιμο αυτής της συνέντευξης θα ήθελα να σου θέσω ένα ερώτημα· Τέχνη και επιβίωση. Ποια είναι η σχέση αυτών των δύο; Η τέχνη μπορεί να είναι η επιβίωση του καλλιτέχνη; Ή ισχύει το ότι κάποιος έχει μεν ωραία τέχνη αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει, γι’ αυτό και έχει άλλη εργασία, οπότε η τέχνη του είναι όχι κύριο έργο αλλά πάρεργο;
Γ.Τζιόκας: Δεν μπορεί να υπάρχει ωραία τέχνη στον ελεύθερο χρόνο. Είτε μπορείς να επιβιώσεις από την τέχνη είτε όχι, πρώτα πρέπει να είσαι καλλιτέχνης και μετά πρέπει να κάνεις κάτι άλλο για να επιβιώσεις. Δεν είναι δυνατόν να επιβιώνω και να κάνω και λίγο τέχνη. Για εμένα, η τέχνη είναι τέχνη. Και όποιος μπορεί να επιβιώσει, θα επιβιώσει. Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης και να μη βιώνεις την τέχνη σου.
Και η τέχνη όταν είναι βιωματική, μόνο τότε αγγίζει τους άλλους. Η επιβίωση είναι δεύτερη, είναι μετά την τέχνη. Βρες τον τρόπο να επιβιώσεις αλλά η τέχνη είναι το πρώτο, είναι η κατάθεση ψυχής, μετά έρχεται η επιβίωση.
Εγώ ευτύχισα, από την αρχή, να έχω αποδοχή από τον κόσμο και επέζησα όλα τα χρόνια από τη ζωγραφική μου. Όμως, έκανα και θέατρο, είναι κι αυτό μια τέχνη, έκανα και διακοσμήσεις, έκανα και δυο χρόνια στο Hilton σερβιτόρος ώστε να επιβιώσω τα πρώτα χρόνια.
Από εκεί και πέρα, όταν άρχισα να επιβιώνω από τη ζωγραφική μου, έκανα και τότε κι άλλα «πράγματα» όχι όμως σε βάρος αυτού που εγώ ήμουν. Κάνω αυτό που αγαπώ όπως κι εσύ, στη δημοσιογραφία, καταλαβαίνω ότι κάνεις αυτό που αγαπάς.
Μετά από συνέντευξη με τον ηθοποιό
και σκηνοθέτη, Άγγελο Αντωνόπουλο.
Με συναδέλφους Δημοσιογράφους τής Πιερίας.
Κοντά μας και η αείμνηστη πλέον,
καλή συνάδελφος, Σοφία Σιδηροπούλου.
Με τον Δημοτικό Σύμβουλο Κατερίνης
και νυν υποψήφιο Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Πιερίας,
Σάκη Γκούνα, ύστερα από συνέντευξη στο Επιμελητήριο.
Με τον αείμνηστο κωμικό ηθοποιό,
Σωτήρη Μουστάκα, ύστερα από συνέντευξη
Ναι, έτσι είναι. Ζω τη δημοσιογραφία. Κάνω αυτό που αγαπώ πολύ. Και μάλιστα, αυτό που αγαπώ, τη δημοσιογραφία, το κάνω όχι μόνο την ημέρα αλλά και τη νύχτα, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο! Είναι η ίδια μου η ζωή.
Γ.Τζιόκας: Φίλε Ανδρέα, θυμάμαι εποχές που η δημοσιογραφία είχε μια αίγλη. Ήταν μια σεβαστή τέχνη η δημοσιογραφία. Σήμερα, δημοσιογράφος μπορεί να είναι και όποιος δηλώνει ότι είναι δημοσιογράφος.
Θυμάμαι, λοιπόν, που κάποτε κάποιοι δημοσιογράφοι ήταν σεβαστά πρόσωπα και υποκλίνονταν μπροστά τους οι άνθρωποι. Αυτό γινόταν επειδή η δημοσιογραφία ήταν, κάποτε, υψηλού επιπέδου. Σήμερα… Σήμερα δεν υπάρχει δημοσιογραφία όπως εκείνη τού παρελθόντος…
Αγαπητέ Γιώργο Τζιόκα, έλεγες λίγο νωρίτερα ότι πάντοτε έκανες αυτό που αγαπούσες, έκανες και κάνεις ζωγραφική τέχνη και ότι η τέχνη είναι το πρώτο μέσα σου, μετά έρχεται η επιβίωση.
Γ.Τζιόκας: Φίλε Ανδρέα, εμένα η γοητεία μου ήταν να είμαι χωρίς λεφτά -πάντα είμαι και με λεφτά αλλά και χωρίς λεφτά- ποτέ όμως δεν κατάλαβα τη διαφορά… Η γοητεία μου ήταν να βγω στον δρόμο χωρίς λεφτά και -μεταξύ σοβαρού και αστείου- να εξασφαλίσω ξαφνικά π.χ. 20 ευρώ… δηλαδή κάποιος να μου χρωστάει, να τον συναντήσω τυχαία και να μου τα δώσει. Δεν με ένοιαξε όμως ποτέ να κάνω λεφτά, να μαζέψω χρήματα, να έχω πολλά χρήματα. Δεν με ένοιαξε αυτό, δεν με απασχόλησε ποτέ, δεν ήταν ποτέ ο στόχος μου.
Ξέρεις, έχω και ένα σύνθημα για τα χρήματα αλλά όχι μόνο για τα χρήματα· Μισώ την αναγκαιότητα των χρημάτων -όχι τα χρήματα-, μισώ την υποκρισία, όπως επίσης μισώ και τις γυναικείες τσάντες, διότι όπου και να τις βάλουνε (οι γυναίκες τις τσάντες τους) πάντοτε εμποδίζουν! (Είπε χαμογελαστά ο Γιώργος Τζιόκας και σ’ αυτό το σημείο ολοκληρώθηκε η συνέντευξη μαζί του)._
——————————–
* Ο Ανδρέας Κατσιάπης – Γαλανός
είναι πτυχιούχος Α.Ε.Σ. Αθηνών,
πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής Αθηνών,
δημοσιογράφος στην Κατερίνη.
email: [email protected]