Μαρία Μίχου: Αρχή της ισότητας- Ανισότητες εις βάρος των γυναικών στον εργασιακό χώρο.
Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σήμερα είναι
η μικρή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η ανισότητα
ευκαιριών, οι μειωμένες δυνατότητες για επαγγελματική εξέλιξη, η
πολλαπλότητα του ρόλου τους, η αδυναμία συμφιλίωσης επαγγελματικής και
οικογενειακής ζωής, η ανεπαρκής συμμετοχή τους στις διαδικασίες λήψης
αποφάσεων τα οποία οδηγούν τελικά στην εμφάνιση φαινομένων διάκρισης,
ειδικότερα στον εργασιακό τομέα.
Παρά τα βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια –τόσο σε
θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ανάπτυξης «ειδικευμένων πολιτικών και
δράσεων» καταπολέμησης των διακρίσεων μεταξύ των φύλων–, η ισότητα
μεταξύ ανδρών και γυναικών (ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας) φαίνεται ότι δεν
έχει ακόμη επιτευχθεί ουσιαστικά, καθώς οι ανισότητες λόγω φύλου
παραμένουν.
Ειδικότερα, για τις εργασιακές σχέσεις, κατοχυρώνεται συνταγματικά το
δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία, ενώ προβλέπεται
ότι «δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για της
προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και ότι το κράτος
οφείλει να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη,
ιδίως σε βάρος των γυναικών».
Ειδικά στο χώρο της εργασίας, η προστασία από διακρίσεις μεταξύ ανδρών
και γυναικών στοχεύει στη δημιουργία μιας αγοράς εργασίας όπου η
πρόσβαση στην απασχόληση, η επαγγελματική εξέλιξη, η επαγγελματική
κατάρτιση, οι συνθήκες και οι όροι εργασίας καθώς και τα επαγγελματικά
συστήματα κοινωνικής ασφάλισης θα λειτουργούν παρέχοντας ίσες ευκαιρίες
για τους άνδρες και τις γυναίκες, απαγορεύοντας οποιαδήποτε διάκριση
βασίζεται στη διαφορετικότητα του φύλου και παρέχοντας στα άτομα
αποτελεσματική έννομη προστασία έναντι των διακρίσεων.
Θα μπορούσαν να προκύψουν κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων μέσα από το
κλείσιμο της ψαλίδας στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων με την αύξηση του
μέσου μισθού των γυναικών, προκειμένου αυτές να έρθουν σε ισορροπία με
τον αντίστοιχο των ανδρών ομολόγων τους στις χώρες του ΟΟΣΑ και θα
ενίσχυε τις γυναικείες αποδοχές ετησίως. Ωστόσο, με βάση το μισθολογικό
χάσμα μεταξύ των φύλων των χωρών του ΟΟΣΑ, το οποίο ανερχόταν το
2021 σε 14%, και λαμβάνοντας υπ όψιν τους ιστορικούς ρυθμούς προόδου
προς την ισότητα των αμοιβών των φύλων, θα χρειαστούν περισσότερα από
50 χρόνια για να καλυφθεί η απόσταση αυτή.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τον δείκτη (GEI) «Global Empowerment Index»
προκύπτει χάσμα 34 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των γυναικών που
απαντούν ότι η δίκαιη οικονομική ανταμοιβή για την εργασία τους είναι
σημαντική για αυτές και του ποσοστού που πραγματικά τη βιώνει.
Σύμφωνα με τον δείκτη GEI, προκύπτει σημαντικό χάσμα ενδυνάμωσης
μεταξύ των φύλων, με τους άνδρες να έχουν μεγαλύτερη εξουσία στον
εργασιακό χώρο από τις γυναίκες συναδέλφους τους. Ο δείκτης αυτός
βασίζεται σε μια ανάλυση απόψεων και εμπειριών που σχετίζονται με το φύλο
από σχεδόν 22.000 εργαζόμενες γυναίκες παγκοσμίως αξιολογώντας 12
παράγοντες ενδυνάμωσης σε τέσσερις διαστάσεις: αυτονομία, επίπτωση,
αυτοπεποίθηση και ικανότητα.
Οι τομείς στους οποίους εντοπίζεται το μεγαλύτερο χάσμα για τις γυναίκες
έναντι των ανδρών είναι η δίκαιη ανταμοιβή, η επιλογή του χρόνου, του τόπου
και του τρόπου απασχόλησης, η ικανοποίηση που λαμβάνουν μέσω της
εργασίας και η ύπαρξη κάποιου διευθυντή που αναζητά την άποψή τους κατά
τη λήψη αποφάσεων .
Σύμφωνα με τον δείκτη GEI, οι γυναίκες με τα υψηλότερα ποσοστά
ενδυνάμωσης εργάζονται στους τομείς της Τεχνολογίας, των Μέσων
Ενημέρωσης και των Τηλεπικοινωνιών. Στη κορυφή βρίσκεται ο κλάδος της
Τεχνολογίας, στον οποίο οι γυναίκες έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη δύναμη από
τους άνδρες. Αντίστοιχα, οι γυναίκες που απασχολούνται στους τομείς των
Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών και της Ενέργειας, των Υπηρεσιών Κοινής
Ωφέλειας και των Πόρων καταγράφουν τα δεύτερα και τα τρίτα υψηλότερα
ποσοστά ενδυνάμωσης.
Σε μια εποχή που σχεδόν ο μισός πληθυσμός του πλανήτη εξακολουθεί να
δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες και οι γυναίκες δεν
απολαμβάνουν ίσες ευκαιρίες οι ανισότητες απειλούν τις δημοκρατίες μας και
υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή.