Χρήστος Γκουγκουρέλας
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί διαρκώς μείζον θέμα των παγκόσμιων τεκταινομένων και κινεί τα νήματα πολλαπλών γεωπολιτικών εξελίξεων. Ένα κρίσιμο και μετέωρο, όμως, ζήτημα σχετικά με αυτόν είναι η ‘‘χωροταξική επεκτατικότητα’’ που ενδέχεται να προσλάβει. Έτσι, πολλοί λένε ότι τα Βαλκάνια αποτελούν πιθανή ‘‘λεκάνη υποδοχής’’ του αντίκτυπου της ρωσικής εισβολής και χωρικό καμβά εκδίπλωσης νέων συρράξεων. Μάλιστα, δεδομένου ότι ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα θρυλείται ότι αυτά αποτελούν την ‘‘πυριτιδαποθήκη’’ της Ευρώπης, ο φόβος για μια ευρύτερη μεταδοτική αναζωπύρωση της κρίσης και εδώ, αιωρείται ήδη ανησυχητικά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιοχής.
Πρόθεση μου είναι όχι βέβαια να ορίσω προφητικά τον ρου και τα αιτιατά των μελλοντικών καιρών, έστω αυτών που θα εμφανισθούν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά να ψηλαφίσω πιθανολογικά το απολύτως ζέον ερώτημα που αφορά τη γεωγραφική μας γειτονιά. Eίναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάρξει, ως αλυσιδωτό συνεπαγόμενο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, μια ευρύτερη ανάφλεξη στα Βαλκάνια;
Θαρρώ πως στη διερεύνηση των πιθανών απαντήσεων στο άνω κομβικό ερώτημα, όσο θολές ή και σκληρές κι αν αυτές προκύψουν, πρέπει κάποιος να εντοπίσει εξελίξεις και προοπτικές σε τρία βασικά πεδία αντιπαράθεσης αντικρουόμενων πόλων εξουσίας και πόλων παραγωγής και σύνθεσης γεωπολιτικών οραμάτων που μάλιστα, άπαντα, διατέμνονται επί της γεωγραφικής ολότητας των Βαλκανίων.
Στο πρώτο πεδίο (αντιπαράθεσης) δρουν από τη μια πλευρά, ως μια συνισταμένη παγκόσμιας εξουσίας και πολιτικής επιδραστικότητας, η Δύση και οι δομές του στρατηγισμού της και από την άλλη η Ρωσία, ως χώρα που κάποτε ήταν ο πυρήνας και κύριος εκφραστής αυτού του πόλου επιρροής που ψυχροπολεμικά αποκαλούνταν στη διεθνή ορολογία ως ‘‘ανατολικό μπλοκ’’.
Με την κατάρρευση του ‘‘ανατολικού μπλοκ’’ και τη συνεπαγόμενη αποσυναρμολόγηση του τότε διπολικού συστήματος παγκόσμιας διάδρασης προκλήθηκαν σοβαρά στρατηγικά και γεωπολιτικά κενά, καθώς το όριο που κατέβαινε βόρεια από τη Βαλτική έως νότια στην Αδριατική Θάλασσα και θεωρείτο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ως ο χώρος αντιπαράθεσης και ταυτόχρονα το σύνορο των δύο παρατάξεων-πόλων εξουσίας έπαυσε να υφίσταται. Αυτό δε το γεγονός ήταν κλονιστικό ή και αποδυναμωτικό για την περιφερειακή σταθερότητα στα σημεία τομής επί του ευρασιατικού άξονα πόλων.
Τα Βαλκάνια, ωστόσο, κλασικό σημείο τομής του άνω άξονα πόλων, σήμερα αποτελούν ήδη γεωγραφικό καμβά μιας νέας αντιπαράθεσης καθώς κάθε μια από τις δύο άνω πλευρές προσπαθεί να επιβάλει τόσο την ατζέντα της στην περιοχή, όσο και να χαράξει καινούργιες γεωπολιτικές διαχωριστικές γραμμές.
Η Δύση θέλει μια ordo rerum στα Βαλκάνια βασισμένη στη συμφωνία του Dayton (1995) δια της οποίας, στο πλαίσιο ενός βέλτιστου αμφίδρομου συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανίας και των ΗΠΑ, τερματίστηκε ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στο ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στο Κόσοβο (1999), στη Συμφωνία της Οχρίδας (2001) μεταξύ των Σλάβων και των Αλβανών για την αποτροπή γενικευμένου εμφυλίου (είναι αυτή πρακτικά που συγκράτησε τη διάλυση και αποσύνθεση του κράτους των Σκοπίων) και στη Συμφωνία των Πρεσπών (2018). Για τη Δύση, όλες οι παραπάνω γεωπολιτικές διευθετήσεις στα Βαλκάνια (όσο και αν για κάποιους λαούς θεωρούνται από άδικες έως ανιστόρητες) προσδίδουν εύρος στο βεληνεκές οικονομικής επιρροής της ΕΕ στην περιοχή και μονιμότητα στη στρατηγική παρουσία και ισχύ του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Από την άλλη, η Ρωσία, πέρα από τη ζωτικότητα του ρόλου της Ουκρανίας στους δικούς της σχεδιασμούς, αναζητεί, στο περίγραμμα εφαρμογής του δόγματος της στρατηγικής της προσέγγισης περί ασφάλειας αλλά και επιρροής στο ‘‘εγγύς εξωτερικό’’ (ближнее зарубежье) της, γεωπολιτικά ‘‘πατήματα’’ στα Βαλκάνια. Έτσι, μπορεί σήμερα να μην υφίστανται δομές γεωπολιτικής και γεωοικονομικής συσπείρωσης και συμπόρευσης, όπως ήταν ψυχροπολεμικά η Comecon (όσον αφορά το πολιτικό και οικονομικό πεδίο) και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δομές δηλαδή που αποτελούσαν ‘‘άρματα’’ παρέμβασης και επηρεασμού του σοβιετικού μπλοκ στα Βαλκάνια, αλλά, παρά ταύτα, οι δεσμοί της Ρωσίας με κράτη της περιοχής κάθε άλλο παρά αμελητέοι είναι.
Ειδικά, η Σερβία θεωρείται και είναι η πιο ‘‘φιλορωσική’’ χώρα στα Βαλκάνια. Ισχυρή ‘‘συγκολλητική ουσία’’ ανάμεσα στις δύο χώρες είναι αναμφίβολα η Ορθοδοξία αλλά, παράλληλα, και η κοινή απέχθεια που προξενούν στους Σέρβους και στους Ρώσους οι αναμνήσεις από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1999 στη Σερβία κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κοσόβου.
Δεν είναι ανεξήγητο, συνεπώς, που το 2015 η Ρωσία έθεσε βέτο σε ψήφισμα του ΟΗΕ για την αναγνώριση, ως γενοκτονίας, της σφαγής των Βοσνίων Μουσουλμάνων στη Srebrenica από τους Σερβοβόσνιους. Σήμερα δε η Ρωσία είναι αυτή που μάλλον ‘‘υποδαυλίζει’’ την απόσχιση της ‘‘Republika Srpska’’, δηλαδή βοσνιακών εδαφών, και την προσάρτησή τους στη Σερβία, γεγονός βέβαια που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως καταστρατήγηση της συμφωνίας του Dayton και συνεπώς να συντελέσει ακόμη και σε εμπόλεμη σύρραξη μεταξύ Σερβίας και Βοσνίας.
Η Ρωσία, λοιπόν, ‘‘κρατά σφιχτά’’ τη Σερβία κυρίως λόγω των ενεργειακών διασυνδέσεών τους. Το 80% των αναγκών της Σερβίας σε φυσικό αέριο το ικανοποιεί η Ρωσία (http://www.iclg.co.uk/practice-areas/oil-and-gas-regulation/oil-and-gas-regulation-2016). Ήδη από το 2008 οι δύο χώρες είχαν υπογράψει διακυβερνητική συμφωνία για την ενεργειακή συνεργασία και ρωσικές εταιρίες χρηματοδοτούν έργα υποδομής στη βαλκανική χώρα. Η ρωσική ‘‘Gazprom Neft’’ απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της σερβικής εταιρίας πετρελαίου και αερίου ‘‘Naftna Industrija Srbije’’ (NIS), μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Σερβίας, ενώ ο άνω ρωσικός κολοσσός αγόρασε και μερίδιο της κρατικής εταιρίας χημικών ‘‘HIP-Petrohemija’’.
Μάλιστα, στην περίπτωση του Κοσόβου, η Ρωσία απαίτησε, προς χάριν της Σερβίας, να παραμείνει αυτό γεωγραφικό τμήμα της τελευταίας και όταν το Κόσοβο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του το 2008, δεν το αναγνώρισε ως αυθύπαρκτο και αυτόνομο κράτος. Το Κόσοβο, επομένως, συνιστά άλλη μια ‘‘κοιτίδα έκλυσης γεωπολιτικής θερμότητας’’ στα Βαλκάνια. Στους δήμους νότια του ποταμού Ibar ζει το 60% του σερβικού πληθυσμού στο Κόσοβο ενώ υπάρχουν και σερβοκρατούμενες περιοχές στο Βόρειο Κόσοβο. Εκεί, λοιπόν, με τη βοήθεια της ‘‘μητέρας’’ Σερβίας, που ‘‘πριμοδοτείται’’ από τη Μόσχα, οι αποσχιστικές τάσεις είναι δεδομένες.
Έτσι, το 2013, με τη Συμφωνία των Βρυξελλών, επιτράπηκε η δημιουργία ένωσης σερβικών δήμων (ΕΣΔ) στο Κόσοβο, μια ενδιάμεση, ‘‘οιονεί’’ κυβερνητική δομή που θα έδινε τη δυνατότητα στους σερβοκρατούμενους δήμους του Κοσόβου να λειτουργούν σε ένα περισσότερο αυτόνομο και εν δυνάμει αυτονομιστικό πλαίσιο, παράλληλα με τη νόμιμη κυβέρνηση του Κοσόβου. Με βάση την άνω Συμφωνία, η ΕΣΔ θα είχε αποκλειστικές αρμοδιότητες στην εκπαίδευση, στον αστικό και αγροτικό σχεδιασμό, στην οικονομική ανάπτυξη, στις δομές δημόσιας υγείας, στην τοπική Δικαιοσύνη και αστυνόμευση. Το 2015, ωστόσο, προβλέποντας προφανώς την πιθανή ‘‘διάλυση’’ του Κοσόβου, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έκρινε κατά της χορήγησης εκτελεστικών εξουσιών στην ΕΣΔ (Kosovo Court Finds Parts Of Controversial Deal With Serbia Illegal (rferl.org).
Εξαιτίας του θέματος του Κοσόβου μάλιστα, η Ρωσία ασκεί πρόσθετη επιρροή στη Σερβία και αποτρέπει την ευρω-ατλαντική της ενσωμάτωση, ρίχνοντας ‘‘λάδι’’ στη ‘‘φωτιά’’ που φουντώνουν οι σερβικές διεκδικήσεις στο Κόσοβο και τονώνοντας την ‘‘εθνική αυτοπεποίθηση’’ των Σέρβων με την προμήθεια οπλισμού. (https://www.defensenews.com/global/europe/2022/01/03/serbia-praises-another-arms-shipment-from-russia/).
Την κατάσταση, όμως, στα Βαλκάνια σε αυτό το πρώτο πεδίο αντιπαράθεσης στρατηγικών οραμάτων περιπλέκει ακόμα περισσότερο η Κίνα, η οποία διεισδύει σε αυτή τη γωνιά της ευρύτερης ευρασιατικής γεωγραφικής επικράτειας (Heartland) με τον περίφημο ‘‘Δρόμο του Μεταξιού’’ και κυρίως με την πρωτοβουλία διαδιεθνικής οικονομικής συνεργασίας ‘‘16+1’’ στην οποία έχει καταφέρει, πέραν από τη χώρα μας, να εγκολπώσει, μεταξύ άλλων, την Αλβανία, τη Σερβία, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Σλοβενία, το Μαυροβούνιο και τη ‘‘Β. Μακεδονία’’. Ειδικά στη Σερβία, η Κίνα, από το 2012 και μετά, επένδυσε 9,5 δισ. δολάρια (200427_ChinaStrategy.pdf (csis-website-prod.s3.amazonaws.com), δείχνοντας προς όλους, έμμεσα τουλάχιστον, ότι μπορεί να είναι εν δυνάμει ‘‘συμπαίκτης’’ της Ρωσίας στην περιοχή.
Το ίδιο, ωστόσο, διπλωματικά και γεωπολιτικά εύφλεκτο είναι και το δεύτερο πεδίο αντιπαράθεσης στρατηγισμών στα Βαλκάνια, δηλαδή το πεδίο της αντιμαχίας, ίσως και σύγκρουσης των εθνικών μεγαλοϊδεατισμών. Προσωπικά, έχω ήδη εκφράσει τις ανησυχίες μου (ίδετε το άρθρο μου με τίτλο: ‘‘Οι Γεωπολιτικοί μεγαλοϊδεατισμοί στα Δ. Βαλκάνια και οι φόβοι των Δυτικών https://www.pierianews.gr/2021/10/23/oi-geopolitikoi-megaloideatismoi-sta-d-valkania-kai-oi-fovoi-ton-dytikon/) για τη δίνη στην οποία μπορεί να στροβιλιστεί το ‘‘βαλκανικό σύμπαν’’ από τέτοιου είδους μεγαλόσχημους εθνικιστικούς οραματισμούς.
Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι κάποιοι στην Αλβανία δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται τη ‘‘μεγάλη’’ ή ‘‘φυσική’’ Αλβανία και να επιδιώκουν τη χωρική εξάπλωση των συνόρων της έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στο νέο μεγάλο αλβανικό κράτος οι ‘‘ομοεθνείς’’ στο Κόσοβο, στο κράτος των Σκοπίων, στη νότια Σερβία, στο Μαυροβούνιο, ακόμη και στην… ελληνική Ήπειρο.
Στη Σερβία, κυρίως ο νυν Υπουργός Εσωτερικών Aleksandar Vulin, έμπιστος του Προέδρου της χώρας Aleksandar Vucic, ‘‘καλλιεργεί’’ στη δημόσια συζήτηση της χώρας την ιδέα του ‘‘Ενωμένου Σερβικού Κόσμου’’, η οποία ιδέα, σαφώς προς επίτευξη της ‘‘γεωγραφικής συνέχειας’’ των περιοχών που ζουν οι Σέρβοι, επιτάσσει την προσάρτηση στο νυν σερβικό κράτος περιοχών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, του Κοσόβου (περιοχή της Μιτροβίτσα), του Μαυροβουνίου αλλά και της Κροατίας.
Στη δε Βουλγαρία φαίνεται να μην ξεχνούν το ένδοξο παρελθόν και μάλιστα κάποιοι το συνδέουν με τη χωρική διόγκωσή της που επιχειρήθηκε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878. Το δε αφήγημα ‘‘ένα έθνος, δύο κράτη’’ (δηλ. ένα βουλγαρικό και ένα ‘‘σλαβομακεδονικό’’) για όσα αφορούν τις σχέσεις της χώρας με αυτήν του Dimitar Kovacevski, δεν αφήνει ασυγκίνητο μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού.
Εν τέλει, ένα καθοριστικό τρίτο πεδίο αντιπαράθεσης που εκδιπλώνεται στα εδάφη της βαλκανικής χερσονήσου είναι αυτό που αφορά τα αντιθετικά και αντίρροπα ιδεολογήματα του Πανσλαβισμού από τη μια και του Νεοθωμανισμού από την άλλη.
Καταρχάς, αν προσέξει κανείς στον γεωγραφικό χάρτη τη χωρική κατανομή και εξάπλωση των σλαβικών κρατών, θα αντιληφθεί ότι τα σλαβικά έθνη, σε επίπεδο Ευρασίας, μπορούν να διαδραματίσουν σημαίνοντα γεωστρατηγικό ρόλο στο εκτεταμένο γεωγραφικό πεδίο από την Αρκτική μέχρι και την Αδριατική Θάλασσα και το Αιγαίο Πέλαγος (στη Μεσόγειο). Αυτός δε ο βαρύνων ρόλος αμβλύνεται ουσιωδώς έως και εξοστρακίζεται αν ο ‘‘σλαβισμός’’ απωλέσει τη ‘‘θέση πρωταγωνιστή’’ ειδικά στα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο σλαβικό έθνος, η Ρωσία, έχει ως καίρια γεωστρατηγική της επιδίωξη την υπό την επικράτηση του ιδεολογήματος του πανσλαβισμού γεωπολιτική συνεκτικότητα του ευρασιατικού χώρου στον κάθετο άξονα από την Αρκτική και τη Βαλτική μέχρι κάτω τον νότο, τη Μεσόγειο δηλαδή, μια συνεκτικότητα που δεν υφίσταται αν ‘‘απολεσθούν’’ τα Βαλκάνια στον άνω εκτενή γεωγραφικό καμβά.
‘‘Συνδετικός δε κρίκος’’ των σλαβικών εθνών είναι κυρίως η κοινή πίστη μια που ο Χριστιανισμός, και κυρίως η Ορθοδοξία, συνιστά το επί αιώνες θρήσκευμα των λαών αυτών. Το χαρακτηριστικό αυτό προσδίδει, πέρα φυσικά από συμπαγή πολιτισμική ταυτότητα, ιστορικό βάθος και στέρεες διασυνδετήριες ρίζες στον σλαβικό κόσμο. Υπό αυτήν την έννοια, η αντιπαλότητα του Πανσλαβισμού με τον Νεοθωμανισμό στα Βαλκάνια, όπως έγραψε και ο Samuel Huntington στο μνημειώδες βιβλίο του ‘‘Η σύγκρουση των πολιτισμών’’ (‘‘The Clash of Civilizations’’, 1996), αποκτά αναπόδραστα χαρακτήρα ‘‘διαπολιτισμικής σύγκρουσης’’ (inter–civilizational conflict), κατά την οποία το χριστιανικό και φιλελεύθερο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και πολιτειακής συγκρότησης αντιμάχεται τη δογματική απολυτότητα του Ισλαμισμού που (και) οι ‘‘Νεοθωμανοί’’ πρεσβεύουν.
Το ‘‘γεράκι’’, άλλωστε, του Νεοθωμανισμού, Αhmet Davutoglu, oυδέποτε είχε ‘‘κρυφτεί’’. Στο διαβόητο βιβλίο του ‘‘Το στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας’’, υπήρξε, αντιθέτως, ιδιαίτερα σαφής και αποκαλυπτικός. Έγραφε, λοιπόν:
‘‘Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων…… Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία (εννοεί τη ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’), στο Σαντζάκ, στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της Βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας’’……
Ενώ παρακάτω επισήμανε: ‘‘Κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ‘‘ομπρελών ασφαλείας’’ που θα έχουν στόχο την εξισορρόπηση του ρωσικού παράγοντα στην περιοχή και κυρίως την προετοιμασία ενός σχεδίου πλαισίου το οποίο θα εγγυάται την εσωτερική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας, της Βοσνίας και της Μακεδονίας (εννοεί τη ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’).
Κατέληγε δε: ‘‘Κάθε τέμενος που γκρεμίζεται στα Βαλκάνια, κάθε ισλαμικός θεσμός που εκλείπει, κάθε εθιμικό στοιχείο που εξαφανίζεται από πολιτισμική άποψη αποτελούν και έναν θεμέλιο λίθο ο οποίος αφαιρείται από την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η Τουρκία σε αυτήν την περιοχή πέραν των συνόρων της’’.
‘‘Ψηλαφώντας’’, λοιπόν, τα τρία βασικά πεδία αντιπαράθεσης μεταξύ των αντίθετων πόλων εξουσίας ή και των πόλων γενεσιουργίας και επιβολής στρατηγικών οραμάτων στα Βαλκάνια, ειδικά στη δεδομένη συγκυρία της παγκόσμιας αβεβαιότητας και του τεκτονικού περιφερειακού κλυδωνισμού που ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί, ίσως προκύπτει ως νοητικά ευσύλληπτη η ύπαρξη, έστω, του κινδύνου, η γεωγραφική μας γειτονιά, για άλλη μια φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, να καταστεί από τόπος εκτύλιξης παγκόσμιας σημασίας γεγονότων μέχρι και ‘‘θέρετρο’’ διεξαγωγής ενόπλων συρράξεων.
Προσωπικά, όμως, όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου, θα αποφύγω να κάνω τον ‘‘προφήτη’’. Θα ευχηθώ, ωστόσο, από τη μεριά μου, να μην αποδειχθούν προφητικά τα λόγια του διάσημου και πολυβραβευμένου Σέρβου σκηνοθέτη, Emir Kusturica, ο οποίος είχε πει: ‘‘Αγωνιζόμουν πάντα για την Ειρήνη. Αλλά, δυστυχώς, είναι ο Πόλεμος που μας οδηγεί μπροστά (που φέρνει τις εξελίξεις). Είναι ο Πόλεμος που φέρνει τις μεγάλες τομές (αλλαγές). Με αυτόν λειτουργεί η Wall Street. Με αυτόν λειτουργούν όλοι οι αναθεματισμένοι στα Βαλκάνια’’.
* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος, LLM in International Commercial Law, LLM in European Law, Cer. LSE in Business, International Relations and the political science