Ηλεκτρονικές αποδείξεις
Μέχρι τέλος του έτους έχουν προθεσμία οι φορολογούμενοι για να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με e-αποδείξεις.
Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για όσους ακόμα δεν έχουν συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ηλεκτρονικές αποδείξεις ώστε να μην βρεθούν αντιμέτωποι με επιπλέον φόρο. Η πανδημία έφερε «εκπτώσεις» καθώς μέσα στις αποφάσεις για την ελάφρυνση των φορολογούμενων ήταν και η προσωρινή κατάργηση του «πέναλτι» του 22% επιπλέον φόρου επί του ποσού που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν, όσοι ανήκουν στους ΚΑΔ με τους πληττόμενους, σε όσους επιβλήθηκε «λουκέτο» εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και όσοι είναι άνω των 60 ετών.
Οι φορολογούμενοι θα πρέπει για τις ημέρες που απομένουν έως το τέλος του έτους να βεβαιωθούν ότι έχουν συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Το ποσό έχει οριστεί σε 30% του πραγματικού εισοδήματος, που προκύπτει στην ημεδαπή ή/και στην αλλοδαπή, και προέρχεται από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα και από ακίνητη περιουσία και μέχρι 20.000 ευρώ δαπανών.
Οι δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής που λαμβάνονται υπόψη για το όριο δαπανών αφορούν:
Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά.
Αλκοολούχα ποτά και καπνός.
Ενδυση και υπόδηση.
Στέγαση, εξαιρουμένων των ενοικίων.
Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες.
Υγεία.
Μεταφορές, εξαιρουμένης της δαπάνης για τέλη κυκλοφορίας και της αγοράς οχημάτων, πλην των ποδηλάτων.
Επικοινωνίες.
Αναψυχή, πολιτιστικές δραστηριότητες, εξαιρουμένης της αγοράς σκαφών, αεροπλάνων και αεροσκαφών.
Εκπαίδευση.
Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια.
Διάφορα αγαθά και υπηρεσίες.
Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, το ποσό της διατροφής που δίδεται από τον φορολογούμενο στον διαζευγμένο σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης εφόσον αυτό καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Επιπλέον, στην έννοια του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνεται το εισόδημα που προκύπτει από την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων.
Στην περίπτωση που οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και αφορούν καταβολές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτών, δανειακές υποχρεώσεις προσωπικές ή επαγγελματικές προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) και για ενοίκια, υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος, τότε το απαιτούμενο ποσοστό δαπανών περιορίζεται στο 20%, υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω δαπάνες έχουν καταβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Στα ενοίκια περιλαμβάνεται το ποσό που καταβάλλεται για ενοίκιο κύριας ή και δευτερεύουσας κατοικίας του φορολογουμένου, επαγγελματικής στέγης, καθώς και το ποσό που καταβάλλεται για ενοίκιο κατοικίας των εξαρτώμενων τέκνων του που φοιτούν σε άλλη πόλη.
Από την υποχρέωση να καλύψουν το 30% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξαιρούνται πλήρως:
Φορολογούμενοι 70 ετών και άνω.
Άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
Φορολογούμενοι που βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση.
Φορολογικοί κάτοικοι της ΕΕ ή του ΕΟΧ, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα.
Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή.
Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Oι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
Όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα.
Οι φυλακισμένοι.
Κάθε φορολογούμενος που υπάγεται σε μία ή περισσότερες από τις παραπάνω 12 περιπτώσεις «εξαιρέσεων» δεν οφείλει καν να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει χάρτινες αποδείξεις δαπανών αξίας 30% του συνολικού ετησίου πραγματικού εισοδήματος.