Ράμνος ο καθαρτικός
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι PHAMNUS catharticus (Ράμνος ο καθαρτικός). Ανήκει στην οικογένεια των Ραμνοειδών. Φύεται σε όλη την Ευρώπη και τη βόρειο Ασία. Στη χώρα μας φύεται σε Λακωνία και Κεφαλληνία. Το συναντούμε σε ασβεστώδη εδάφη, δάση και θαμνοσκεπείς εκτάσεις. Οι κοινές του ονομασίες είναι Σπυράκι ή Λευκάγκαθα.
Είναι πυκνό δενδρύλλιο που το ύψος του κυμαίνεται από 3 έως 5 μέτρα. Κλαδιά απλωτά, ενίοτε αγκαθωτά. Φυλλοβόλο. Φύλλα κατά ζεύγη από τη μια και την άλλη πλευρά, σουβλερά ή ωοειδή με οδοντωτά χείλη. Άνθη πρασινωπά, πολύ μικρά έμμισχα, στις μασχάλες νεαρών βλαστών. Τα αρσενικά με 4 στήμονες και ένα υποανάπτυκτο ύπερο, τα δε θηλυκά με μία πολύχωρο ωοθήκη, υψηλό στύλο που καταλήγει σε τετραμερές στίγμα. Άνθη αρσενικά και θηλυκά πάνω σε διαφορετικά φυτά (φυτό δίοικο). Ο καρπός είναι ράγα λιθώδης, μαύρη, διαμέτρου 6 έως 10 χιλιοστών, που περικλείει 4 τριγωνικά πρασινοτεφρόχροα σπέρματα. Τα σπέρματα είναι ελαφρώς δηλητηριώδη για τους ανθρώπους αλλά τα πουλιά τους καταναλώνουν με όρεξη.
Ιστορικά στοιχεία
Ο Ράμνος ο καθαρτικός χρησιμοποιείται από τον 9ο αιώνα.
Τόσο ο φλοιός του φυτού όσο και ο καρπός του έχουν χρησιμοποιηθεί στη λαϊκή ιατρική για την καθαρτική τους επίδραση στο ανθρώπινο σώμα.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο Ράμνος ο καθαρτικός ήταν το σύνηθες βότανο που έδιναν ως καθαρτικό για τα παιδιά. Το βότανο το έφτιαχναν μαζί με μπαχάρι, τζίντζερ και ζάχαρη. Σταδιακά όμως η θεραπεία αυτή εγκαταλείφθηκε. Για πρώτη φορά το Ράμνος ο καθαρτικός αναφέρθηκε στη Φαρμακοποιία το 1650. Τότε για να καλύψουν την άσχημη γεύση του βοτάνου αρωμάτιζαν τον χυμό με γλυκάνισο, κανέλα, μαστίχα και μοσχοκάρυδο. Αναφέρεται ακόμα και στην επίσημη Φαρμακοποιία του 1867 αλλά τότε πλέον την θεωρούσαν ως φάρμακο για την κτηνιατρική και όχι για τους ανθρώπους. Το χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό για τους σκύλους σε ίσα μέρη με καστορέλαιο.
Συστατικά – χαρακτήρας
Το φυτό περιέχει πολλά γλυκοσίδια μέσα στους καρπούς (ραμνοεμοδίνη και σεστερίνη). Στο φλοιό περιέχει ραμνικοσίδη και φραγκουλίνη. Οι καρποί περιέχουν πολλές κίτρινες χρωστικές ουσίες.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Το φυτό ανθίζει Μάιο και Ιούνιο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται οι καρποί του δέντρου. Οι καρποί συλλέγονται Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Οι καρποί του φυτού είναι καθαρτικοί και διουρητικοί.
Συνίσταται σε δυσκοιλιότητα, ταραχές χωνεύσεως και δερματικά εξανθήματα. Οι καρποί συλλέγονται όταν έχουν ωριμάσει πλήρως.
Αν μασήσουμε 8 έως 15 καρπούς του δέντρου τότε δρουν ως ισχυρό και αποτελεσματικό καθαρτικό για ανήλικες.
Το βότανο έχει την ιδιότητα να αυξάνει την έκκριση της χολής και δρα ευεργετικά στο παχύ έντερο, ξεμπλοκάρει, ρυθμίζει και ανανεώνει την λειτουργία του στομάχου και των εντέρων, χωρίς να ερεθίζει.
Η καθαρτική ιδιότητα του βοτάνου εμφανίζεται 10 με 12 ώρες μετά την λήψη του. Για τον λόγο αυτό προτιμότερο είναι να λαμβάνεται μετά το φαγητό.
Παρασκευή και δοσολογία
Χρησιμοποιείται ένα σιρόπι των καρπών ή το έγχυμα των αποξηραμένων καρπών. Η ημερήσια δόση δεν πρέπει να ξεπερνά τους 10 καρπούς. Για να γίνει βραστάρι τοποθετούμε του καρπούς μερικές ώρες στο νερό και έπειτα τους βράζουμε. Για τα παιδιά η δοσολογία φτάνει στο μισό. Αν οι καρποί που χρησιμοποιούμε στο έγχυμα δεν είναι αρκετά ώριμοι η δράση του βοτάνου είναι ηπιότερη. Το βότανο το πίνουμε το βράδυ μετά το φαγητό. Σε περιπτώσεις επίμονης δυσκοιλιότητας η δόση επαναλαμβάνεται το πρωί πριν το φαγητό.
Προφυλάξεις
Οι σπόροι και τα φύλλα του βοτάνου θεωρούνται τοξικά για ανθρώπους και ζώα. Προκαλούν κράμπες στο στομάχι και έχουν υπακτική δράση. Οι χημικές ενώσεις που είναι υπεύθυνες για αυτή την καθαρτική επίδραση είναι η ανθρακινόνη και η εμοντίνη. Οι παρενέργειες από την χρήση του βοτάνου μπορεί να είναι διάρροια και αδυναμία. Τα ούρα μπορεί να πάρουν χρώμα σκούρο κίτρινο ή κόκκινο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν χρησιμοποιηθεί περισσότερο από 10 ημέρες μπορεί να προκληθεί απώλεια καλίου εξ αιτίας της έντονης διούρησης.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από παιδιά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.