Τον Φεβρουάριο του 2020 όταν και ψηφίστηκε ο ν. 4670/2020 (δηλ. ο λεγόμενος ‘‘νόμος Βρούτση’’ για το ασφαλιστικό) αντέδρασα έντονα θεωρώντας ότι ο νόμος αυτός ήταν ακόμη μια χαμένη ευκαιρία για να τεθεί το εθνικά κρισιμότατο θέμα του ασφαλιστικού σε υγιείς βάσεις. Μη μασώντας τα λόγια μου, λοιπόν, και προφανώς μην ‘‘ποιώντας τη νήσσα’’, είχα γράψει στο τότε άρθρο μου με τίτλο ‘‘Το νέο Ασφαλιστικό Βρούτση και η πολιτική ασυνέπεια’’ (https://olympiobima.gr/neo-asfalistiko-vroytsi-kai-i-politiki-asynepeia/): ‘‘Δυστυχώς, χάθηκε η ευκαιρία, με την προσθήκη του άνω κεφαλαιοποιητικού πυλώνα και εν γένει τη δημιουργία ενός ‘‘Ασφαλιστικού τριών πυλώνων’’ να θωρακιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος, να αντιμετωπιστεί ‘‘εργαλειακά’’ το σημαντικό κενό επενδύσεων και αποταμιεύσεων και ευρύτερα να αξιολογηθεί πιο ευνοϊκά η βιωσιμότητα του χρέους της χώρας και να ανέλθουμε επενδυτικές βαθμίδες.’’
Συνεχίζοντας δε τόνιζα: ‘‘Η «μη μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού και ο εξοβελισμός της ουσιαστικής αντιμετώπισής του στο «μέλλον», πιθανόν να «τινάξουν στον αέρα» κάποια στιγμή όλο το συνταξιοδοτικό σύστημα και να φέρουν, και δη με μαθηματική ακρίβεια, ξανά την οικονομία, κυριολεκτικά, στο… χείλος του γκρεμού’’. Μάλιστα, εφόσον η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ήταν προεκλογική δέσμευση της νυν Κυβέρνησης, επεσήμανα την ‘‘έκδηλη μετεκλογική της διαφοροποίηση’’ επί του ζητήματος που πρακτικά ισοδυναμούσε με σοβαρή πολιτική ασυνέπεια.
Φυσικά, όμως, δεν ήμουν ο μόνος, και πολύ περισσότερο ο ‘‘βαρύνων αντιρρησίας’’ στον νόμο του 2020. Η διαβόητη ‘‘Έκθεση Πισσαρίδη’’ (Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, Νοέμβριος 2020), απόσταγμα της σοφίας διεθνώς προβεβλημένων επαϊόντων, σημείωνε ότι η μέχρι τότε δομή του ασφαλιστικού (μετά δηλ. και τη ψήφιση του ‘‘νόμου Βρούτση’’) έθετε σημαντικά αντικίνητρα τόσο στην εργασία, όσο και στην αποταμίευση και τις επενδύσεις.
Η ‘‘Έκθεση Πισσαρίδη’’ επέμενε ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει σε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (16,5% έναντι 13,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, παρά τις διαδοχικές περικοπές και αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα από το 2010.
Μάλιστα, τόνιζε ότι σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), το Ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην Ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο). Έτσι, προέκυπτε ως αποτέλεσμα αυτής της άνισης κατανομής των δαπανών, η υποχρηματοδότηση κρίσιμων τομέων, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι δημόσιες επενδύσεις.
Η ‘‘Έκθεση Πισσαρίδη’’ έκρουε, επίσης, τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας πως αν το ασφαλιστικό σύστημα παρέμενε αμιγώς διανεμητικό, όπως είχε παραμείνει μετά τον ‘‘νόμο Βρούτση’’, (δηλ. αν πρακτικά οι πληρωμές προς τους συνταξιούχους, τόσο στο πεδίο της κύριας, όσο και στο πεδίο της επικουρικής σύνταξης, συνέχιζαν να καλύπτονται από τις εισφορές του ενεργού πληθυσμού και τον κρατικό προϋπολογισμό), δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων για δημόσιο δανεισμό, τότε θα έπρεπε είτε το ύψος των συντάξεων να μειώνεται διαρκώς σχετικά με αυτό των μισθών, είτε το ύψος των εισφορών και φόρων που πληρώνουν οι πολίτες να αυξάνεται.
Εν τέλει, οι ‘‘σοφοί’’ στην άνω έκθεσή τους κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας χρειάζεται συνολική μεταρρύθμιση, ώστε να προσαρμοστεί στις δημογραφικές τάσεις, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεσοπρόθεσμα την επάρκεια των συντάξεων και τη δημοσιονομική ισορροπία. Και τούτο, διότι το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι μοχλός ανάπτυξης, και όχι τροχοπέδη, και να στηρίζει τα εισοδήματα όχι μόνο των συνταξιούχων αλλά και των εργαζομένων. Κεντρικό δε ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση καλούνταν να παίξει η κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, η οποία αποτελεί βασικό μέρος της απάντησης στις δημογραφικές πιέσεις.
Ενάμιση χρόνο μετά από το ‘‘νόμο Βρούτση’’, λοιπόν, επιτέλους, προφανώς αφού εισακούστηκαν οι ‘‘σοφοί’’ και έγιναν κατανοητές και δεκτές οι επισημάνσεις τους, ψηφίστηκε (τις προάλλες) στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας με τίτλο ‘‘Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά’’. Με τον νέο νόμο εισάγεται το σύστημα του ‘‘ατομικού κουμπαρά’’ που εφαρμόζεται με επιτυχία εδώ και δεκαετίες σε πολλές προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και έτσι οι νέοι ασφαλισμένοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο της επικουρικής τους σύνταξης, που θα λειτουργεί υπό μια σαφή λογική αναλογικής με τις εισφορές τους ανταποδοτικότητας, και θα προσδοκούν, μάλιστα, μέσω της συγκεκριμένης αποταμιευτικής διαδικασίας, να λάβουν στο μέλλον και υψηλότερες συντάξεις. Πρακτικά, αντί οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται.
Η επί δεκαετίες αναμενόμενη τομή, συνεπώς, στο ασφαλιστικό σύστημα έρχεται, επιτέλους, σε μια πολύ κρίσιμη χρονική καμπή. H ενδιάμεση ηλικία στη χώρα είναι ήδη τα 44 χρόνια. Σήμερα, ένας στους πέντε Έλληνες είναι άνω των 65 ετών και μέχρι τα μέσα του αιώνα θα είναι ένας στους τρεις. Επίσης, το 1990 στην Ελλάδα είχαμε 2,5 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο, σήμερα όμως έχουμε 1,6 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο! Αλλάζει, λοιπόν, δραματικά στη χώρα ο λεγόμενος ‘‘λόγος εξάρτησης’’, καθώς όλο και πιο πολλοί γίνονται οι άνω των 65 ετών σε σχέση με αυτούς που βρίσκονται σε εργασιακή ηλικία (15-64 ετών).
Στο μέχρι σήμερα αμιγώς διανεμητικό σύστημα, λοιπόν, σε μια κοινωνία που συρρικνώνεται δημογραφικά, η γενιά των πολλών μοιραζόταν τις αποταμιεύσεις των λίγων. Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αντιθέτως, κάθε γενιά μοιράζεται τις αποταμιεύσεις της γενιάς της και τις αποδόσεις τους. Γι’ αυτό και στο περιβάλλον της δημογραφικής συρρίκνωσης το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι διαγενεακά δικαιότερο.
Έπρεπε, επομένως, να συντελεστεί επιτέλους η μεταρρύθμιση. Η διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, τα ισχυρά αντικίνητρα για τη ‘‘μαύρη’’ ανασφάλιστη εργασία και οι λογικά υψηλότερες μελλοντικές συντάξεις, λόγω του ‘‘ατομικού κουμπαρά’’ στο πεδίο της επικουρικής ασφάλισης, είναι σαφώς πλεονεκτήματα που κακώς παραγνωρίζονταν μέχρι σήμερα σε ένα μάλιστα ασφαλιστικό σύστημα εύθραυστο και αλυσιτελές.
Το κύριο όφελος, όμως, από τη μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι η ενίσχυση των κινήτρων για περισσότερη και επίσημη εργασία καθώς και για αποταμίευση των ασφαλιζομένων. Οι ασφαλιζόμενοι θα έχουν πλέον ισχυρότερα κίνητρα προσφοράς εργασίας και δη αφενός επειδή θα ελέγχουν καλύτερα τις αποταμιεύσεις τους και αφετέρου επειδή με υψηλότερες εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους θα μπορούν να αναμένουν (όπως είναι το δίκαιο και το σωστό) μεγαλύτερη σύνταξη.
Στην Ελλάδα, κατά συνέπεια, βαδίζαμε ολοταχώς προς ένα ζοφερό μέλλον, δεδομένου ότι το συνταξιοδοτικό επηρεάζει αποφασιστικά τη δημοσιονομική ισορροπία και ευστάθεια της χώρας. Και τούτο (ότι δηλαδή βαδίζαμε προς το ‘‘έρεβος’’) είναι μάλλον προφανές τη στιγμή που θεσπίζοντας για τις διανεμητικές (μέχρι χθες) επικουρικές συντάξεις ακόμα και μεγαλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης απ’ αυτά που προβλέπαμε για τις κύριες συντάξεις, παραγάγαμε ‘‘εκ του ασφαλούς’’ μεγάλα ελλείμματα, που θα μας οδηγούσαν σε βέβαιο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Το ευχάριστο δε της μεταρρύθμισης που επιχείρησε η Κυβέρνηση αφορά το λεγόμενο ‘‘κόστος μετάβασης’’, το οποίο θεωρητικά αλλά και πρακτικά συνιστά το υπ’ αριθμό ένα αντεπιχείρημα των αρνητών της μεταρρύθμισης. Το χρηματοδοτικό κενό από την καθολική μετάβαση σε κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (από την πρώτη ημέρα και για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους), χωρίς μείωση στις παρεχόμενες συντάξεις και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, υπολογίζεται σε 1,3% του ΑΕΠ κατά τον πρώτο χρόνο της εφαρμογής, το οποίο υποχωρεί σε κάτω του 0,3% του ΑΕΠ σε βάθος 40 ετών. Το ‘‘κόστος μετάβασης’’, συνεπώς, δεν είναι ‘‘απαγορευτικό’’. Ωστόσο, αναμένεται (ορθολογικώς) ότι η θετική αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργήσει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η συσσώρευση αποταμιεύσεων στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μειώσει τούτο το χρηματοδοτικό κενό. Για την κάλυψη δε αυτού του χρηματοδοτικού κενού μπορούν, επίσης, να εξεταστούν λύσεις που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες, όπως η αξιοποίηση πόρων από ιδιωτικοποιήσεις και η έκδοση ειδικών ομολόγων.
Η περίφημη ‘‘Έκθεση Πισσαρίδη’’ υπογραμμίζει, άλλωστε, ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, με βάση τις καλές πρακτικές της ΕΕ, θα δημιουργήσει νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και €99 δισεκ. ευρώ σε βάθος 40 χρόνων.
Η ήδη πραγματοποιηθείσα μεταρρύθμιση είναι ασφαλώς ‘‘μερική’’ (αφού αφορά αποκλειστικά την επικουρική ασφάλιση και καλύπτει τους εισερχόμενους στην αγορά εργασίας από το 2022 και μετά) και δεδομένου ότι ο ‘‘ατομικός κουμπαράς’’ στο πεδίο των επικουρικών συντάξεων αφορά μόνο τη δημόσια ασφάλιση και ρυθμίζεται εντός μόνο του δικού της πλαισίου, κατά τη γνώμη μου, δεν αποβάλλει την ‘‘πατερναλιστική φύτρα της συλλογιστικής’’ της, καθώς αποκλείεται, επί του παρόντος, οποιοδήποτε άνοιγμα προς την ουσιαστική συμμετοχή ιδιωτικών ασφαλιστικών σχημάτων όσον αφορά το στοχευτικό περιεχόμενο της μεταρρύθμισης. Παρόλα αυτά, η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών στο ασφαλιστικό μας σύστημα είναι αναμφισβήτητα μια σπουδαία τομή, που επιχειρήθηκε, μετά από δεκαετίες αναμονής, από αυτήν την Κυβέρνηση, ένα βήμα μπροστά για την Ελλάδα, τη νέα γενιά της και κυρίως για τη βιωσιμότητα και σταθερότητα της Ελληνικής Οικονομίας.
Κατερίνη, 7/9/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science