email: [email protected]
κινητό: 693 486 8098 Τάσος

200 Χρόνια απ’την Ελληνική Επανάσταση του 1821 χρέος μας: να Ιστορίσουμε και να συμπεραίνουμε…

διαφήμιση

Γράφει ο Γιώργος Βαζάκας – φιλόλογος

  
 Ο ερχομός του 20ου αιώνα συνοδεύεται από τον Μακεδονικό αγώνα, συνεχείς αγροτικές εξεγέρσεις και εντέλει από την προσπάθεια της Ελλάδας να ανασυνταχθεί. Το κίνημα «στου Γουδή» το Σεπτέμβριο του 1909, θέλοντας να αποτινάξει το βάρος και της ήττας του 1897, επιχειρεί να εκτοπίσει τον κοτζαμπασισμό, την πατρωνία, τις παρεμβάσεις των πριγκίπων στο στράτευμα και να περάσει τη χώρα σε μια μορφή σύγχρονου αστικού κράτους. Ο επιβληθείς Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο οποίος θεωρείται «ατιμωτικός» από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, θεωρείται επίσης ζήτημα προς επίλυση , χωρίς όμως με μια σε βάθος και σαφή πολιτική προσέγγιση. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος χωρίς να θέτει Πολιτειακό ζήτημα ή να επιβάλλει δικτατορία ή να θέτει ζήτημα βασιλικής δυναστείας , τους επόμενους μήνες επιβάλλει στη  βουλή την ψήφιση μιας σειράς ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων. Τα πολιτικά κόμματα, ο Θρόνος και οι ξένες δυνάμεις ανησυχούν, αλλά δεν αντιδρούν, λόγω της ισχυρής λαϊκής αποδοχή, που απολαμβάνει το κίνημα. Τελικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος που μετακλήθηκε από την Κρήτη παρουσιάζεται συμβιβαστικός , προτείνει εκλογές για την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής και ενώ ο λαός ζητά Συντακτική Εθνοσυνέλευση.  
  Πριν από τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 δεν συγκροτείται κανένα νέο κόμμα, που να εγκολπωθεί τις μεταρρυθμίσεις του 1909/1910. Για πρώτη φορά θέτουν υποψηφιότητα ανεξάρτητοι σοσιαλιστές και εμφανίζεται η σοσιαλδημοκρατική «Κοινωνιολογική Εταιρεία». Τα παλιά κόμματα εμφανίζονται ως συνασπισμός και κερδίζουν τις 211 από τις 362 έδρες, οι ανεξάρτητοι εκσυγχρονιστές 122 και μεμονωμένοι παλιοί 29. Οι εκσυγχρονιστές συσπειρώνονται γύρω από τον Βενιζέλο, ο οποίος εκλέγεται, χωρίς να συμμετάσχει στον προεκλογικό αγώνα. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Δραγούμη, ο Βενιζέλος παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, πλην όμως δεν εξασφαλίζει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και έτσι σε συμφωνία με το βασιλιά διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές. 
   Τα παλιά κόμματα θεωρούν αντισυνταγματική την ενέργεια του βασιλιά και δεν συμμετέχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910. Σ’ αυτές το κόμμα των φιλελευθέρων του Βενιζέλου κερδίζει 307 από τις 362 έδρες. Το πρώτο εξάμηνο του 1911 η Βουλή προβαίνει σε ήπια αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, ενισχύοντας μάλιστα το θεσμό της Μοναρχίας. Στις εκλογές του Μαρτίου του 1912 ο Βενιζέλος κατακτά 146 έδρες, ενώ τα άλλα κόμματα (και τα παλιά που συμμετέχουν τώρα σ’ αυτές) κερδίζουν 36. Ο Βενιζέλος φαίνεται παντοδύναμος.
    Μετά από προπαρασκευή και μέσα από τους βαλκανικούς πολέμους (1912 – 1913) , η Ελλάδα διπλασιάζεται και ενσωματώνει εδαφικά και πληθυσμιακά τμήματα, που καμιά αντικειμενική  ιστορική κρίση δεν μπορεί να της αρνηθεί.. Από την άλλη οι παρεμβάσεις του παλατιού είναι συνεχείς. Εξαναγκάζουν δυο φορές έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό σε παραίτηση και άλλες τόσες μια βουλή σε διάλυση. Και ενώ η διορατική εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου κατάφερε να θέσει την Ελλάδα με την πλευρά των νικητών του Α΄Παγκοσμίου πολέμου συμμετέχοντας σ’ αυτόν, όμως προκάλεσε τον «εθνικό διχασμό». Υπό τις εγγυήσεις των συμμάχων να προφυλάξει η χώρα αλλά και να προσαρτήσει στον κορμό της το ελληνικό πληθυσμιακά και εδαφικά κομμάτι από τη Μικρά Ασία, που της αναλογούσε από μια Οθωμανική αυτοκρατορία, που κατέρρεε, η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄ και οι άστοχες και αμετροεπείς ενέργειες των ρεβανσιστών ηγητόρων του, που επέστρεψαν στα πολιτικά πράγματα, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, μετέτρεψε το απελευθερωτικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία σε καταστροφή. 
   Οι σύμμαχοι προχώρησαν σε ένα ιδιόμορφο, όπως χαρακτηρίστηκε δανεισμό προς την Ελλάδα. Γαλλία, Αγγλία, και ΗΠΑ ενέκριναν προς δανεισμό μεγάλα ποσά σε φράγκα, λίρες και δολάρια αντίστοιχα, τα οποία όμως ποτέ δεν παρέδωσαν στο ελληνικό κράτος. Χρησιμοποιήθηκαν θεωρητικά ως εγγυήσεις – κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου ελληνικού χαρτονομίσματος από την τότε ΕΘΝΙΚΉ τράπεζα, που είχε το εκδοτικό προνόμιο. Η Ελλάδα κατ’ αυτόν τον τρόπο έκοψε χρήμα και χρηματοδότησε τον πόλεμο στο μακεδονικό μέτωπο ( κατά της Βουλγαρίας που ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και της Αυστρίας), την εκστρατεία στην Ουκρανία και Κριμαία (1918) εναντίον της επανάστασης των μπολσεβίκων του 1917 στη Ρωσία, αλλά και την 1η φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας.
   Η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ λόγω της προηγούμενης φιλογερμανικής του θέσης (αλλά και συγγένειας) και παρότι συνέχισε τον πόλεμο, αλλά και η προσέγγιση του Κεμάλ με το νέο Σοβιετικό καθεστώς μεταστρέφουν την πολιτική των Αγγλο/Γάλλων, που πλέον θεωρούν συμφέρον τους να διατηρήσουν ισχυρό το νέο εθνικό κράτος της Τουρκίας. Στην πιο κρίσιμη στιγμή οι «σύμμαχοι» αποσύρουν τις εγγυήσεις. Λόγω του πανικού που δημιουργείται, το χρήμα θεωρείται πληθωριστικό. Οι τιμές ανεβαίνουν και η ανεργία φουντώνει. Η χώρα στην αρχή επιτρέπει τη μετατρεψιμότητα της δραχμής, για να την απαγορεύσει λίγο πριν εξαντληθούν εντελώς τα συναλλαγματικά αποθέματα και ο χρυσός. Έτσι το Μάρτιο του  1922 η Ελλάδα προχώρησε σε ένα νέο πραγματικά ιδιόμορφο δανεισμό: έκοψε τα χαρτονομίσματα στη μέση. Το μισό αριστερό τμήμα κάθε χαρτονομίσματος διατηρούσε το 50% της αξίας του, ενώ το δεξί ανταλλάχθηκε με έντοκες ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρησε στέφθηκε από επιτυχία και το κράτος εξοικονόμησε 1,2 δις δραχμές. Δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της. Η Ελλάδα της συνθήκης των Σεβρών (1920 ), « των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» έπαψε να υπάρχει.
  Ο Νικόλαος Πλαστήρας μετά την κατάρρευση του μετώπου στην Μ. Ασία επιστρέφει στην Αθήνα και ηγείται στρατιωτικού κινήματος. Ο Κωνσταντίνος Α΄ εκθρονίζεται και ακολουθεί η «δίκη και η εκτέλεση των έξι». Η πορεία της Β΄ ελληνικής δημοκρατίας (1924 – 1935 ) είναι ταραχώδης και με διακοπές στην κανονική λειτουργία της εξαιτίας των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων υπό την επίκληση πάντοτε κάποιου εθνικού συμφέροντος ή κινδύνου, ενώ και το περιεχόμενο της είναι ασαφές και χωρίς βάθος ζητούμενα. Παρά την εγκαθίδρυση Συντάγματος Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1927), δημιουργείται ένας σφικτός εναγκαλισμός πολιτικών – στρατιωτικών με τους πρώτους να απευθύνονται στους δεύτερους «όταν χρειάζεται» και τους δεύτερους να υποδεικνύουν στους πρώτους «τι χρειάζεται», συμπεριφορά που θα διατηρηθεί μέχρι το 1974. Η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας με βάση και τα διεθνή πρότυπα της εποχής είναι επαναλαμβανόμενη και κατά το δοκούν από βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, που οι θέσεις τους πλέον συμπλέκονται, ενώ και το «ιδιώνυμο» (1929), οι διώξεις κατά κομμουνιστών και συνδικαλιστών για τη δράση τους είναι προϊόν της εποχής. Το Σύνταγμα παραβιάζεται κι από τις δυο πλευρές, πάντα «για καλό σκοπό». 
    Τελικά με στρατιωτικό πραξικόπημα του Γ. Κονδύλη και με ένα νόθο δημοψήφισμα, που ακολουθεί, με το οποίο εμφανίζεται ποσοστό 97,6% υπέρ της επιστροφής του βασιλιά, επανέρχεται ο Γεώργιος Β΄. Αυτός έχοντας την υποστήριξη των βασιλικών αξιωματικών, διαλύει την εθνοσυνέλευση και προκηρύσσει εκλογές για την 26η Ιανουαρίου 1936. Στη νέα Βουλή οι βενιζελικοί έχουν μια έδρα παραπάνω από τους αντιπάλους τους και κανείς δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου 1936 τα μεγάλα κόμματα αδυνατούν να συνεννοηθούν, για να σχηματίσουν κυβέρνηση (το ΚΚΕ αρνείται ψήφο εμπιστοσύνης στους βενιζελικούς) κι εν τέλει δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης (240 ψήφοι υπέρ επί συνόλου 260 βουλευτών) στον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πάρει μόλις το 4% στις εκλογές. Ο τρόπος ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία αντιγράφεται από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό της χώρας. 
    Στις 4 αυγούστου 1936, ο Μεταξάς με την προσυπογραφή των περισσότερων υπουργών και σε συμφωνία με το βασιλιά Γεώργιο Β΄ και με την πρόφαση του κομμουνιστικού κινδύνου – αυτός ο κίνδυνος θα διατρέχει πλέον τη χώρα μέχρι και το 1974 – αναστέλλει την ισχύ των βασικών διατάξεων του Συντάγματος και διαλύει τη Βουλή. Η δικτατορία έχει επικρατήσει.
     Σ’ αυτό το πρώτο μισό του 20ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους (1925) νέες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν βασικές υποδομές της χώρας: Η ΟΥΛΕΝ κατασκευάζει τη λίμνη του Μαραθώνα και αναλαμβάνει την ύδρευση και αποχέτευση της Αθήνας. Η βρετανική ΠΑΟΥΕΡ την ηλεκτροδότηση, τα τρόλεϊ και τα τραμ, η γερμανική SIEMENS τις τηλεπικοινωνίες. Και ενώ αναδύονται νέες ευκαιρίες για την περαιτέρω εκβιομηχάνιση της χώρας σε εθνική βάση, αυτή σκόπιμα ματαιώνεται. Ο ερχομός ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων προσφύγων, παρουσιάζει μια μοναδική ευκαιρία: Οι Έλληνες πρόσφυγες της Μ. Ασίας συναποτελούν κυρίως έναν αστικό και ημιαστικό πληθυσμό από εμπόρους, μικροεπιχειρηματίες, τεχνίτες εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, που πάντοτε έλειπε απ’ τη χώρα. Έχουν κοσμοπολίτικο «αέρα», ανώτερο μορφωτικό επίπεδο και αρκετοί από αυτούς είναι πολύγλωσσοι. Βεβαίως υπάρχουν και αγρότες.
  Για την περίθαλψη και αποκατάσταση των προσφύγων, η ελληνική κυβέρνηση ζητά βοήθεια της ΚτΕ (Κοινωνία των Εθνών). Με πρωτοβουλία της ΚτΕ το Σεπτέμβριο του 1923 ιδρύεται με έδρα την Αθήνα και πλήρη αυτόνομη νομική υπόσταση η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Με τη σειρά της η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει στην ΕΑΠ: 1) τις ιδιοκτησίες Τούρκων και Βουλγάρων, που αποχώρησαν από την Ελλάδα (ανταλλάξιμοι σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης), κτήματα δημοσίου , κτήματα που απαλλοτριώθηκαν με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 και μοναστηριακή γη σύνολο 800.000 στρέμματα, 2) το ποσό από δύο δάνεια που είχε συνάψει με ξένους δανειστές (1924 και 1928), οικόπεδα μέσα ή γύρω από τις πόλεις για την ανέγερση αστικών συνοικισμών, 4) το τεχνικό και διοικητικό προσωπικό των υπουργείων α) Γεωργίας και β) Πρόνοιας και Αντιλήψεως. 
   Από τη μεριά της η ΕΑΠ, για την αποκατάσταση των προσφύγων υιοθετεί δύο βασικές επιλογές: 1) Ενόψει των ανεκμετάλλευτων μουσουλμανικών κτημάτων σε Μακεδονία, Θράκη, Λέσβο, Κρήτη κλπ η αγροτική αποκατάσταση είναι  ταχύτερη και απαιτεί μικρότερες δαπάνες. 2) πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία εργατικού προλεταριάτου, με περαιτέρω σκοπό την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών, οπότε το βάρος πρέπει να δοθεί στη δημιουργία μικροϊδιοκτητών γεωργών. Κατά συνέπεια, αν και με την έλευση 1,3 εκατομμυρίου προσφύγων θα μπορούσε η χώρα διαθέτοντας πλέον το εργατικό δυναμικό που της έλειπε το 19ο αιώνα να περάσει τάχιστα στην περαιτέρω εκβιομηχάνισή της, εντούτοις μέσω των επιλογών της ανεξάρτητης ΕΑΠ της ΚτΕ, καθηλώνεται περαιτέρω στην αγροτική παραγωγή. Μάλιστα υπό την παραδοχή, ότι τυχόν δημιουργία μεγάλου εργατικού προλεταριάτου στη χώρα θα δημιουργούσε κοινωνικές αναταραχές! Και βέβαια κοινωνικές αναταραχές διατρέχουν όλη την Ευρώπη όλο τον 19ο αιώνα και ήδη και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πλην όμως οι χώρες δεν παρέμειναν αγροτικές, για να μην έχουν κοινωνικές αναταραχές. Γιατί λοιπόν τέτοια αγωνία για την κοινωνική ειρήνη στη χώρα; Παρόλα αυτά κλάδοι όπως αυτοί της κλωστοϋφαντουργίας, αλευροβιομηχανίας, ταπητουργίας, οικοδομικών υλικών, εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου γνώρισαν ανάπτυξη χάρη της συμβολής σ’ αυτούς μικροαστών κεφαλαιούχων τεχνιτών και εργατών.
   Το οικονομικό «παζλ» της περιόδου ολοκληρώνεται με τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και την οικονομική ύφεση, που εκδηλώνεται σ’ όλο τον κόσμο. Το οικονομικό περιβάλλον για την Ελλάδα καθίσταται περαιτέρω αρνητικό. Ενώ ήδη οι σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Μ. Ασία έχουν αποσύρει τις εγγυήσεις τους σε συνάλλαγμα, με σκοπό να αποτύχει η προσπάθεια της  χώρας (απόφαση που οι ίδιοι προκάλεσαν), ενώ ήδη η χώρα παλεύει να διαχειρισθεί τα αποτελέσματα μιας καταστροφής, μειώνονται και οι εξαγωγές δραστικά και η έλλειψη συναλλάγματος για ακόμη μια φορά δεν επιτρέπει την εξυπηρέτηση των ξένων δανείων. Λόγω της ύφεσης μειώνεται και το μεταναστευτικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα.
      Ο Βενιζέλος στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει νέο δάνειο, ώστε να στηριχτεί νομισματικά και δημοσιονομικά η χώρα μεταβαίνει στο Λονδίνο, που είναι διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, προκειμένου να διαπραγματευθεί δάνειο 50 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών που συνεδριάζει κατόπιν αιτήματος της Ελλάδας ανακοινώνει: «Η Ελλάδα δεν έκανε καμιά θυσία, αλλά αντίθετα θέλει να μεταβιβάσει τα προβλήματά της στους πιστωτές της δανειζόμενη πέραν των αντοχών της οικονομίας της». Στις 21 Απριλίου 1932  υπουργός οικονομικών αναλαμβάνει ο υποδιοικητής της νεοσύστατης (1927) Τράπεζας της Ελλάδος ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, ο οποίος κηρύσσει «πτώχευση» και αναστολή πληρωμών προς τους δανειστές. Η χώρα εγκαταλείπει τον κανόνα χρυσού και αφήνει τη δραχμή να διακυμαίνεται ελεύθερα. ΟΙ διαπραγματεύσεις που ακολουθούν με τους δανειστές δεν οδηγούν σε συμφωνία.  
 Η δικτατορία του Ι. Μεταξά αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα. Ο Μεταξάς  ερχόμενος σε συνεννόηση με τους ομολογιούχους, για τους οποίους εντωμεταξύ πίεζε τόσο η αγγλική κυβέρνηση, όσο και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄, συμφωνεί στις 20 Αυγούστου του  1936 ( 16 μόλις ημέρες από τη δικτατορία που επέβαλε) να καταβάλει το 40% του χρέους, όταν οι απαιτήσεις των ομολογιούχων είχαν ήδη κατέβει στο 50%. Διαμηνύει δε προς αυτούς, δια μέσου του πρέσβη της Ελλάδας στο Λονδίνο: « Αν  δε υποθέσουμε το αδύνατο, δηλαδή να έλθει άλλη κυβέρνηση, τότε ακόμη χειρότερα. Δεν θα τους δώσουν όχι 50% αλλά ούτε πεντάρα. Αναφαίνεται έτσι ένας ακόμη λόγος, που Μεταξάς και Γεώργιος Β΄ δε συνάντησαν αντιδράσεις ως καθεστώς από το διεθνή παράγοντα: τα δάνεια εξυπηρετούνται καλύτερα από τις δικτατορίες.    
                                                                         
              *Ο Γιώργος Βαζάκας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ.(Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο)
                                                    [email protected]
                                                            Θα συνεχίσουμε με την περίοδο 1940 - 1974    

Ειδήσεις σε ετικέτες

Σχετικά άρθρα