Κυνήγι, μια αρχαία δραστηριότητα που ξεκίνησε από την μινωική και μυκηναϊκή τέχνη, το 2000 π.Χ..Με το πέρασμα των χρόνων, η θήρα, αποτέλεσε πτυχή της ελληνικής γραμματείας από την εποχή του Ομήρου, το 800 π.Χ. και το ενδιαφέρον για την άγρια πανίδα και θήρα, στην αρχαία ελληνική κοινωνία.
Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Έλληνας Ιστορικός, λάτρευε το κυνήγι και την ιππασία και είχε χαρακτηριστεί ως «ευειδέστατος εις υπερβολήν». Στο έργο του «Κυνηγός», αναδεικνύει τη θήρα ως μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων, προκειμένου να γίνουν ολοκληρωμένοι και ώριμοι πολίτες, σκληραγωγώντας το σώμα και οξύνοντας το μυαλό. Για τον Ξενοφώντα, το κυνήγι, ήταν ένας τρόπος προετοιμασίας των νέων για τον πόλεμο «προτρέπω τους νέους να μην περιφρονούν τα κυνήγια και την υπόλοιπη εκπαίδευση, γιατί από αυτά γίνονται καλοί στα πολεμικά και στα άλλα ζητήματα, από τα οποία είναι απαραίτητο να προέρχεται σωστή σκέψη, λόγος και πράξη».
«με γνώμονα την παράδοση….»
Η ίδια φιλοσοφία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Σκιαγραφείται η αντίληψη των Ελλήνων και όχι μόνο, πως το κυνήγι είναι σημαντικό μέσω διαπαιδαγώγησης ενός ανθρώπου, μέσω ικανοτήτων και όξυνσης μυαλού, την νοημοσύνη. Όπως τόνισε ο Πρόεδρος του Κυνηγητικού Συλλόγου Κατερίνης, Αποστόλης Πλατύς: «Το κυνήγι είναι μια αρχαία δραστηριότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες, δεν κυνηγούσαν για να ζήσουν από το κυνήγι, όπως λένε κάποιοι αμόρφωτοι, αλλά για τη δράση, την περιπέτεια, την διαύγεια μυαλού. Ετοίμαζαν τους νέους για πολεμιστές, κάτι που διατυπώθηκε από τον αρχαίο Ξενοφώντα. Το κυνήγι, είναι μια παράδοση αιώνων, την οποία κρατάμε μέχρι και σήμερα. Για όλους εμάς τους κυνηγούς, η ενασχόληση μας με το κυνήγι δεν είναι μόνο τρόπος ζωής, αλλά συνέχιση της παράδοσης αιώνων». Πρόεδρος Κυνηγητικού Συλλόγου Αιγινίου & περιχώρων Φιλώτας Νίκου: «Πάντα με γνώμονα την παράδοση, τον πολιτισμό και το σεβασμό μας στη φύση και τα θηράματα, συνεχίζουμε, την αρχαιότερη δραστηριότητα. Μεταφέρουμε στους νεώτερους, την κυνηγετική κουλτούρα, με ότι συνεπάγεται. Και εννοώ με τη φύση, το βουνό, την περιπέτεια, την τεχνογνωσία, τον σεβασμό και την αγάπη μας. Με το κυνήγι μαθαίνουμε τη φύση, που μόνο το κυνήγι μπορεί να μας διδάξει, γιατί μας προσφέρει προσωπική και πνευματική εμπειρία».
« ανοίγουμε νέους ορίζοντες κοινωνικοποίησης…»
Οι κυνηγοί, ήταν η πρώτη κοινωνική ομάδα που το 1920 κατάφερε να θεσπιστούν οι πρώτες προστατευτικές διατάξεις της νεότερης Ελλάδας, για την προστασία της άγριας πανίδας. Το 1929 τα «κυνηγητικά Σωματεία» απέκτησαν ενιαία καταστατικά λειτουργίας και τέθηκαν υπό την επίβλεψη του Υπουργείου Γεωργίας. Τη σημερινή τους μορφή την απέκτησαν το 1969 μέσα από τον Δασικό Κώδικα Ν.Δ. 86/69. Σήμερα, οι κυνηγοί στην Ελλάδα ανέρχονται στους 230.000, είναι οργανωμένοι σε 252 κυνηγητικούς συλλόγους οι οποίοι ανήκουν στις 7 κυνηγητικές Ομοσπονδίες που υπάγονται στην Κυνηγητική Συνομοσπονδία και βρίσκονται σε πλήρη συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Στην Πιερία σύμφωνα με τον Αποστόλη Πλατύ: «αριθμούν 1240 ενεργά μέλη και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αυξητική τάση γενικώς στη δημιουργία νέων κυνηγών. Πριν από την οικονομική κρίση του 2010, συνολικά στην Ελλάδα, ήμασταν 270.000 εγγεγραμμένα μέλη και τώρα αριθμούν τις 230.000. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, απλά λόγω οικονομικών δυσχερειών, δεν μπορούν να βγάλουν την απαιτούμενη άδεια. Είναι πολυέξοδο το κυνήγι, αλλά ανοίγουμε τους ορίζοντες κοινωνικοποίησης, με τις συναντήσεις μας».
«περιορισμός σε θηρεύσιμα είδη και ημερήσιο όριο κάρπωσης»
Το ισχύον καθεστώς επιβάλλει περιορισμούς, ασκώντας αυστηρό έλεγχο προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή διαχείριση του περιβάλλοντος από τις Κυνηγητικές οργανώσεις. Οι κυνηγητικές οργανώσεις, λειτουργούν μέσα σε αυστηρό νομικό πλαίσιο, υπό την εποπτεία των αρμόδιων κρατικών αρχών. Μεταξύ άλλων, ισχύει ο περιορισμός σε θηρεύσιμα είδη, καθώς και ημερήσιο όριο κάρπωσης, κάτι που δεν εφαρμόζεται σε άλλη χώρα Φιλώτας Νίκου: «Για έναν σωστό κυνηγό που σέβεται αυτό που αντιπροσωπεύει, το κυνήγι, τηρώντας τους νόμους, δεν κάνει καμία καταστροφική ενέργεια απέναντι στα ζώα και στο περιβάλλον. Το αντίθετο μάλιστα, υπάρχει μια διαχείριση, όπως τους κανόνες και θα σας αναφέρω το παράδειγμα που αφορά τους λαγούς: σε κάθε παρέα κυνηγών, αντιστοιχεί μόνο ένας λαγός, όχι όσα άτομα της παρέας και τόσοι λαγοί. Μόνο ένας λαγός στην παρέα και μόνο κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή για τα τριχωτά, όπως είναι ο λαγός αλλά και το αγριογούρουνο. Σε ότι αφορά τα θηράματα, υπάρχει μια ρυθμιστική του κράτους , από το υπουργείο περιβάλλοντος που λέει αναλυτικά πόσα θηράματα έχει δικαίωμα να «πιάσει» ο κάθε κυνηγός. Έχει δικαίωμα για συγκεκριμένη ημέρα και συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η κυνηγετική περίοδος ξεκινάει από τις 20 Αυγούστου για το κυνήγι 2 θηραμάτων, όπως το τριγώνιο ορτύκι και κάποια επιβλαβή, και τελειώνει στις 20 Ιανουαρίου. Για τα τριχωτά, δηλαδή λαγός και γουρούνι, το κυνήγι οριστικά τελειώνει στις 28 Φεβρουαρίου. Τον Μάρτιο όμως, όπου ξεκινάει η περίοδος του ζευγαρώματος, επιβάλλετε να σταματήσουμε το κυνήγι».
«……από το 1969…..»
Γεμάτοι υπερηφάνεια οι δυο πρόεδροι αναφέρθηκαν στην βασική παράμετρο για τη διαχείριση και εποπτεία των κυνηγητικών σκύλων, που δεν είναι άλλη από την εφαρμογή του συστήματος της ισόβιας σήμανσης τους και η καταγραφή τους σε λειτουργική βάση δεδομένων. Αποστόλης Πλατύς «όταν ο κόσμος δεν ήξερε τι θα πει σήμανση σκύλου, ο Κυνηγετικός Σύλλογος Κατερίνης από το 1969 με τα περισσότερα από 2.700 άτομα, προχώρησε στη σήμανση των σκύλων του. Τότε όχι μόνο δεν υπήρχαν φιλοζωικές οργανώσεις αλλά ούτε ΚΟΕ, ούτε τίποτα. Και όμως οι σύλλογοι εκείνη την εποχή είχαν δελτίο ταυτότητας των σκύλων τους. στη μια σελίδα ήταν τα στοιχεία του σκύλου με φωτογραφία, αριθμό μητρώου, αριθμό σήματος και σήμανσης, αριθμό δελτίου ταυτότητας κυνός, κτλ. και στην άλλη σελίδα είχε αναλυτικά τα στοιχεία του κατόχου του σκύλου. Αυτοί που νομίζουν πως είμαστε ανοργάνωτοι, τους διαψεύδουμε, με στοιχεία από το 1969. Το ίδιο ισχύει και σήμερα στο νομό μας, μέσα σε δύο χρόνια, έχουν γίνει 650 τσιπαρίσματα σε κυνηγόσκυλα, περισσότερο από το 80%, είναι με αντιλυσσικά βιβλιάρια, με σήμανση και σε άριστες συνθήκες διαμονής».
«θηροφύλακες : ο ρόλος τους χρήσιμος και πολυδιάστατος»
Σύμφωνα με τους προέδρους των κυνηγητικών συλλόγων Πιερίας, η λαθροθηρία είναι ένα μείζον πρόβλημα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το κυνήγι. Δεν παρέλειψαν να αναφερθούν στους θηροφύλακες και στον σημαντικό τους ρόλο απέναντι στην προστασία της φυσικής κληρονομιάς και της βιοποικιλότητας Αποστόλης Πλατύς «οι θυροφύλακες επιτελούν ένα πολύ σημαντικό έργο στη φύση και στην προστασία της, κάτω από αντίξοες συνθήκες, μέρα και νύχτα. Σε ελέγχους που πραγματοποιούν σε καθημερινή βάση, με ήθος, συνέπεια και σοβαρότητα αναλαμβάνουν την πρόληψη και καταστολή της λαθροθηρίας, συμμετέχουν σε βελτιώσεις των βιοτόπων μας, υποστηρίζουν και συμμετέχουν εθελοντικά και σε συνεργασία πάντα με το κράτος, σε πυρκαγιές, χιονοπτώσεις, πλημμύρες κτλ. Ο ρόλος τους όμως δεν σταματάει εδώ, όπως εμείς οι κυνηγοί, έτσι και οι θυροφύλακες, παρεμβαίνουν σε ότι απειλεί το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή σε παράνομες βοσκήσεις ζώων, σε παράνομη υλοτομία, σε ρίψεις μπαζών, κτλ.». Φιλώτας Νίκου «Οι θηροφύλακες μας είναι εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι με ότι απαιτείται βάση νόμου. Την αποκλειστική τους χρηματοδότηση την έχουν τα κυνηγητικά σωματεία. Οι θηροφύλακες είναι το σημαντικότερο μέτρο για τους κυνηγούς και τη φύση. Ο ρόλος τους είναι χρήσιμος και πολυδιάστατος».
Σε μια χώρα όπου πλήττεται από την οικονομική κρίση περισσότερο από 10 χρόνια, η διάσταση της θύρας και του κυνηγητικού κόσμου, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην οικονομία της χώρας, με δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος. Αποστόλης Πλατύς: «Όλα τα μέλη μας, είναι μερακλήδες με αυτή την δραστηριότητα και με τα σκυλιά τους. Διαθέτουν χρόνο, κόπο και χρήμα. που σημαίνει πως τα έξοδα κυνηγιού ανά χρονιά, είναι 1,2 δις ευρώ, από εκδόσεις αδειών, αγορά όπλων και πυρομαχικών, τροφή, υγεία και εκπαίδευση σκύλων, καύσιμα, καταλύματα, ένδυση-υπόδηση, ταβέρνες προ πανδημίας, μηχανικοί αυτοκινήτων, διόδια, βενζίνη, κτλ. Τα πάντα δουλεύουν από τον κύκλο εργασιών γύρω από το κυνήγι. Το σημαντικότερο είναι πως ενισχύουμε τα καταστήματα, προσφέρουμε εργασία σε πολλούς κλάδους της χώρας μας και παράλληλα, δημιουργούμε νέες θέσεις εργασίας και εισοδήματος».
«κύριο μέλημα η κοινωνική προσφορά»