Όλα τα ‘‘σημάδια’’, τελευταία, δείχνουν ότι η Ελλάδα φαίνεται να εισέρχεται δυναμικά στο ζήτημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της μετάβασης στην ‘‘πράσινη’’ ανάπτυξη και έτσι πρόσφατα ο αρμόδιος Υπουργός ανακοίνωσε τη δημιουργία πιλοτικών προγραμμάτων για την προώθηση της υπεράκτιας αιολικής και ηλιακής ενέργειας (https://www.liberal.gr/news/k-skrekas-h-thalassia-oikonomia-parechei-terastio-dunamiko-gia-tin-prasini-anakampsi/360408).
Άλλωστε, η οραματική κατευθυντήρια ατζέντα για την ανάπτυξη της Ευρώπης για τις επόμενες δεκαετίες έχει συμφωνηθεί από το 2019 και είναι η ‘‘Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία’’ (European Green Deal https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-deal_en), σε συνδυασμό με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της Κομισιόν για έναν ‘‘καθαρό’’ και βιώσιμο Πλανήτη (EU Commission, A Clean Planet for All, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52018DC0773&from=EN). Καταληκτικός δε στόχος της ενωσιακής πολιτικής είναι ένα ουδέτερο ισοζύγιο διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050.
Γι’ αυτό, εξάλλου, από τα διαθέσιμα ποσά, ύψους 672,5 δισ. ευρώ, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης (Recovery and Resilience Facility) του γνωστού ‘‘Νext Generation EU’’, το 37% θα δαπανηθεί σε επιχειρηματικές και επενδυτικές πρωτοβουλίες σχετιζόμενες με την κλιματική αλλαγή (https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/recovery-coronavirus/recovery-and-resilience-facility_en).
Στην επίτευξη, λοιπόν, του μεγαλεπήβολου αυτού στρατηγικού σχεδιασμού κομβικό ρόλο έχει ‘‘ιδεολογικά’’ και θα έχει στην πράξη το υδρογόνο ως πηγή ενέργειας, μια που αυτό έχει καταστεί πια ‘‘δομικό υλικό’’ στην εργαλειοθήκη των πολιτικών της ΕΕ στον χώρο της ‘‘πράσινης’’ και βιώσιμης ανάπτυξης. Η ‘‘Στρατηγική για το υδρογόνο για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη’’ (https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52020DC0301&from=EN) συνιστά, επομένως, τον καμβά πλέον επί του οποίου θα ξεδιπλωθούν ήδη από το άμεσο μέλλον οι αναπτυξιακές ευρωπαϊκές δράσεις. Το υδρογόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη, ως καύσιμο ή ως φορέας ενέργειας και ως μέσο αποθήκευσης ενέργειας και έχει πολλές δυνατές εφαρμογές στους τομείς της βιομηχανίας, των μεταφορών, της ενέργειας και των κτιρίων. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δεν εκπέμπει CO2 και κατά τη χρήση του προκαλεί σχεδόν μηδενική ατμοσφαιρική ρύπανση. Μπορεί, συνεπώς, να προσφέρει μια λύση για την απανθρακοποίηση των βιομηχανικών διεργασιών και των οικονομικών τομέων στους οποίους η μείωση των ανθρακούχων εκπομπών είναι επείγουσα και δύσκολο να επιτευχθεί.
Παράλληλα σε όλα τα ανωτέρω, κρίσιμος θα είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι εθνικές στρατηγικές. Το positioning κάθε χώρας όσον αφορά τη γεωπολιτική της βαρύτητα, την οικονομική διάδραση και ανάπτυξή της και την επιρροή της σε ζητήματα διεθνούς και περιφερειακής ενεργειακής ασφάλειας θα εξαρτηθεί σε αποφασιστικό βαθμό από το περιεχόμενο και τις φιλοδοξίες της κάθε εθνικής στρατηγικής για το υδρογόνο.
Οι Γερμανοί, λοιπόν, δείχνουν αυτό να το έχουν αντιληφθεί καλά και έχουν ήδη ενορχηστρώσει την πιο περιεκτική και οργανωμένη επιχειρησιακή πλατφόρμα για το υδρογόνο (Die nationale Wasserstoffstrategie https://www.bmwi.de/Redaktion/DE/Publikationen/Energie/die-nationale-wasserstoffstrategie.pdf?__blob=publicationFile&v=20). Έτσι, τα επόμενα χρόνια, η Γερμανία θα δαπανήσει 10 δισ. ευρώ (σελ. 3 της εθνικής στρατηγικής της) για να γίνει ο πρωτοπόρος και πρώτος στον Κόσμο προμηθευτής υδρογόνου. Δεδομένου δε ότι μέχρι το 2030 θα απαιτηθούν γι’ αυτήν από 90 έως 110 TWH υδρογόνου, η Γερμανία ψάχνεται ήδη για δικτύωση και διεθνείς συνεργασίες που θα της δώσουν την πολυπόθητη πρωτιά και αναγνωρισμένο, δυναμικό ρόλο στην Παγκόσμια Γεωπολιτική του άμεσου και μεσοπρόθεσμου μέλλοντος*.
Υπ’ αυτήν τη λογική, η Γερμανία σκοπεύει να δημιουργήσει εργοστάσια παραγωγής ενέργειας δια ηλεκτρόλυσης ισχύος 10 GW και δη την ώρα που η συνολική ευρωπαϊκή παραγωγική ικανότητα για τις ηλεκτρολυτικές κυψέλες είναι (επί του παρόντος) χαμηλότερη από 1 GW (ίδετε σελ. 13 της Στρατηγικής της ΕΕ για το υδρογόνο). Και θέτει, έτσι, ως έναν από τους θεμέλιους λίθους της στρατηγικής σκέψης της τις διεθνείς συνεργασίες ειδικά με χώρες που μπορούν να παράξουν ‘‘καθαρή’’ και ‘‘πράσινη’’ ενέργεια, δηλαδή με χώρες που έχουν υψηλές προοπτικές αξιοποίησης της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Κατά την άποψη μου, μια τέτοια εμβληματική διεθνής συνεργασία είναι και η Συμφωνία Γερμανίας – Μαρόκου για την ενεργειακή συνεργασία (Deutsch-marokkanische energiepartnerschaft https://www.giz.de/de/weltweit/57157.html), η οποία επιτεύχθηκε μεν στο επίπεδο των διμερών σχέσεων των δύο χωρών αλλά εντάσσεται και στο ευρύτερο περίγραμμα της πρωτοβουλίας της Ευρώπης και της Αφρικής για την ‘‘πράσινη’’ ενέργεια (ίδετε την Ανακοίνωση της Κομισιόν με τίτλο «Προς μια ολοκληρωμένη στρατηγική με την Αφρική» JOIN(2020) 4 final της 9.3.2020 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52020JC0004&from=EL).
Στο πλαίσιο αυτής της Συμφωνίας, οι Γερμανοί στοχεύουν να φέρουν σε πέρας δύο βασικά εγχειρήματα στο Μαρόκο. Το πρώτο είναι το ‘‘Power-to-X project’’ που προτάθηκε από την Moroccan Solar Energy Agency (MASEN) για την παραγωγή ‘‘πράσινου’’ υδρογόνου και για τη θεσμοθέτηση ερευνητικής πλατφόρμας αναφορικά με τη συγκεκριμένη πηγή ενέργειας. Το δε δεύτερο εγχείρημα αφορά τη μεταφορά τεχνογνωσίας και την ενίσχυση των παραγωγικών ικανοτήτων του Μαρόκου μέσω της ίδρυσης θεσμικού ερευνητικού πυλώνα (Research Institute on Solar Energy and New Energies – IRESEN, ίδετε https://www.afrik21.africa/en/morocco-partnership-with-germany-for-green-hydrogen/).
Περαιτέρω, είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι το Μαρόκο και η Γερμανία έχουν ήδη διασυνδέσει τα δύο μεγαλύτερα λιμάνια τους, δηλαδή το λιμάνι της Ταγγέρης (Tangiers) με αυτό του Αμβούργου (Hamburg) προκειμένου να μεταφέρεται στη Γερμανία το παραγόμενο στο Μαρόκο ‘‘πράσινο’’ υδρογόνο. Η διασύνδεση αυτή αποτελεί, στην ουσία, αφενός ‘‘απογείωση’’ για τo λιμάνι της Ταγγέρης μια που αυτό είναι ήδη η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική ζώνη στον Κόσμο μετά το Dubai και αφετέρου ‘‘εφαλτήριο’’ για τo Μαρόκο στο να διακατέχει το 2 με 4% της παγκόσμιας αγοράς υδρογόνου το 2030.
Ύστερα απ’ όλα τα παραπάνω, λοιπόν, το – επιτρέψτε μου – κολοσσιαίας σημασίας ερώτημα για την Ελλάδα είναι το πώς αυτή πρέπει να αντιδράσει, προσαρμοστεί και επωφεληθεί από τις εξελίξεις του κοινού ευρωπαϊκού (και όχι μόνο) Μέλλοντος που έρχεται με ταχεία βήματα; Και τούτο, διότι τα δεδομένα είναι ήδη μπροστά μας:
Οι σωρευτικές επενδύσεις στο ανανεώσιμο* υδρογόνο στην Ευρώπη θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 180-470 δισ. ευρώ έως το 2050 (σελ. 2 της ενωσιακής στρατηγικής για το υδρογόνο) ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι το καθαρό υδρογόνο θα μπορούσε να καλύψει το 24 % της παγκόσμιας ζήτησης για την ενέργεια έως το 2050, με ετήσιες πωλήσεις ύψους 630 δισεκατομμυρίων ευρώ! Ο δε κατάλογος των προγραμματισμένων παγκόσμιων επενδύσεων επί ηλεκτρολυτικών κυψελών έχει αυξηθεί πια στα 8,2 GW έως το 2030, εκ των οποίων το 57 % θα υλοποιηθεί στην Ευρώπη (σελ. 1 της ενωσιακής στρατηγικής).
Επιπρόσθετα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές πρέπει να αυξηθεί δραστικά, καθώς, έως το 2050, περίπου το 1/4 της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα μπορούσε να χρησιμοποιείται για την παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τα σχέδια της ΕΕ έως το 2030 θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Γειτονίας ηλεκτρολυτικές κυψέλες ισχύος 40 GW, γεγονός που θα εξασφάλιζε βιώσιμες διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές με την ΕΕ (σελ. 22 της ενωσιακής στρατηγικής).
Η χώρα μας, λοιπόν, φρονώ ότι, αφού πρώτα ‘‘μελετήσει’’ διεξοδικά και σταχυολογήσει τα στρατηγικά μηνύματα που φέρουν η ‘‘Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία’’, η ‘‘Στρατηγική της ΕΕ για το Υδρογόνο’’, η ‘‘Εθνική Στρατηγική της Γερμανίας για το Υδρογόνο’’, ίσως ακόμα και η άνω ‘‘Ενεργειακή Συμφωνία Γερμανίας-Μαρόκου’’, θα μπορούσε να διαφοροποιήσει μερικώς το δικό μας ‘‘Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα’’ και το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ίδετε https://ec.europa.eu/energy/sites/ener/files/documents/el_final_necp_main_el.pdf), έτσι ώστε να εισέλθει δυναμικά στη νέα εποχή του υδρογόνου.
Μπορεί, λοιπόν, το Εθνικό μας Σχέδιο για την ενέργεια να συμπεριλαμβάνει, στην παρούσα φάση, και το υδρογόνο αλλά οι αναφορές του σ’ αυτό είναι αμυδρές (ίδετε τις σελ. 60, 129, 238 του Εθνικού Σχεδίου) και μάλλον ‘‘φιλολογικές’’ και δια τούτο οι αλλαγές που προτείνω ίσως θα πρέπει να είναι δραστικές, αφορούν δε 4 θεμελιώδη πλαίσια.
Οι εν λόγω αλλαγές έχουν να κάνουν, καταρχάς, με το πλαίσιο της παραγωγής ‘‘πράσινης’’ ενέργειας από την Ελλάδα και εν συνεχεία με το πλαίσιο της παγκόσμιας και ιδίως περιφερειακής ενεργειακής διασύνδεσης της χώρας μας, όπως επίσης με το πλαίσιο της έρευνας και καινοτομίας και το λεγόμενο ‘‘οργανωτικό πλαίσιο’’.
Επί του πρώτου πλαισίου, η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει να αποκτήσει όσον το δυνατόν περισσότερες γίνεται μονάδες παραγωγής ‘‘πράσινου’’ ανανεώσιμου υδρογόνου. Το Μαρόκο αποδεδειγμένα μπορεί, εμείς γιατί όχι; Προς το παρόν η ελληνική κυβέρνηση συζητεί με την ‘‘Solaris Bus and Coach SA’’ σχέδιο για επένδυση αξίας έως και 1 δισ. ευρώ στη Δυτική Μακεδονία που αφορά την παραγωγή καύσιμου υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για χρήση στις αστικές συγκοινωνίες (https://www.kathimerini.gr/economy/local/1075546/schedio-1-dis-gia-monada-paragogis-ydrogonoy-sti-dytiki-makedonia/), αλλά ακόμα και αν το έργο αυτό εγκριθεί άμεσα και υλοποιηθεί, δεν (θα πρέπει να) είναι το τέλος, αλλά μόνο μια ‘‘καλή αρχή’’…
Άλλωστε, η στήριξη των στρατηγικών επενδύσεων στο ‘‘καθαρό’’ υδρογόνο, υπό το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδίως μέσω του στρατηγικού ευρωπαϊκού επενδυτικού σκέλους του ‘‘InvestEU’’ (από φέτος και μετά) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ίδετε τις σελ. 7 και 24 της Ενωσιακής Στρατηγικής για το υδρογόνο) είναι δεδομένη και ολοφάνερη.
Μάλιστα, η ‘‘Ευρωπαϊκή Στρατηγική για το Υδρογόνο’’ υποδεικνύει και τα χωροθετικά σημεία όπου πρέπει να κλιμακωθεί η κατασκευή ηλεκτρολυτικών κυψελών προς παραγωγή υδρογόνου, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων (έως 100 MW). Τέτοιες ηλεκτρολυτικές κυψέλες θα μπορούσαν να εγκατασταθούν δίπλα σε υφιστάμενα κέντρα ζήτησης, σε μεγαλύτερα διυλιστήρια, χαλυβουργίες και σε συγκροτήματα χημικής βιομηχανίας. Στην ιδανική δε περίπτωση, θα τροφοδοτούνται άμεσα από τοπικές ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας (Σελ. 6 της Στρατηγικής της ΕΕ για το υδρογόνο).
Η ιδέα της παραγωγής υδρογόνου στη χώρα μας πρέπει, επομένως, να υποστηριχθεί διότι πέραν από το υποστηρικτικό υπόβαθρο της ΕΕ που σκοπεύει να καταστήσει το υδρογόνο ανταγωνιστικό ως προς το κόστος, είναι γνωστόν ότι οι τεχνολογίες που απαιτούνται για την κλιμάκωση της παραγωγής υδρογόνου, όπως η ηλιακή και η αιολική ηλεκτρική ενέργεια καθώς και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, εξακολουθούν να καθίστανται όλο και πιο ανταγωνιστικές όσο αναπτύσσεται η αλυσίδα εφοδιασμού.
Επί του δεύτερου πλαισίου, η σύνδεση των ελληνικών λιμανιών και ιδίως των λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης με τα λιμάνια του Κόσμου και ειδικά της Ευρώπης προκειμένου να καθίσταται ευέλικτη η μεταφορά του ‘‘πράσινου’’ υδρογόνου θα καταστήσει την Ελλάδα παγκόσμιο ενεργειακό κόμβο, θα την εντάξει αναπόσπαστα στα σημαντικά κράτη οικουμενικώς όσον αφορά τη δικτύωση των ενεργειακών μεταφορών και τα θέματα της ενεργειακής ασφάλειας και θα ισχυροποιήσει, ίσως και σε βαθμό που τώρα αδυνατούμε να φανταστούμε, το γεωπολιτικό της ‘‘εκτόπισμα’’.
Δεδομένου δε ότι το υδρογόνο μπορεί να μεταφέρεται σε μορφή καθαρού αερίου ή υγρού, ή δεσμευμένο από μεγαλύτερα μόρια που είναι ευκολότερο να μεταφερθούν (π.χ. αμμωνία ή υγρές οργανικές ενώσεις φορείς υδρογόνου, ίδετε την σελ. 16 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής) ο ρόλος της ελληνικής ναυτιλίας μπορεί να καταστεί παγκοσμίως ζηλευτός! Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη πλοιοκτησία στον Κόσμο και οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατέχουν το 20,67% της χωρητικότητας που έχουν τα πλοία της ΕΕ. Σήμερα, Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 32,64% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 15,4% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών και παραγώγων πετρελαίου και το 16,33% του παγκόσμιου στόλου υγραεριοφόρων (LNG/LPG).
Αν, λοιπόν, αναλογιστεί κάποιος ότι στον παρόντα χρόνο τα ελληνικά συμφέροντα ‘‘τρέχουν’’ ναυπηγικό πρόγραμμα για την κατασκευή 39 επιπλέον LNG πλοίων, με την παραλαβή των οποίων η δύναμη του ελληνόκτητου στόλου σε πλοία μεταφοράς LNG θα φτάσει τα 123 πλοία ( ίδετε World Shipyard Monitor), τότε αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ευκαιρίας και την προοπτικής που διανοίγεται για τον Ελληνισμό εν προκειμένω!
Επί του τρίτου πλαισίου, η έρευνα και καινοτομία στον συγκεκριμένο τομέα θα μπορούσε να αποτελεί ‘‘εθνικό στόχο’’, μια που και το ίδιο το ‘‘Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα’’ σημειώνει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική επίδοση στην επιστημονική και ερευνητική διερεύνηση στον τομέα παραγωγής υδρογόνου από ΑΠΕ (ίδετε την σελ. 221 του Εθνικού μας Σχεδίου).
Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για το υδρογόνο, άλλωστε, αναφορικά με την εφαρμογή του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία ‘‘Horizon Europe’’ προωθεί επιλεγμένες τεχνολογίες κυψελών καυσίμου για τελική χρήση, στην εξέλιξη των οποίων μπορεί να συμβάλλει και η διεξαγόμενη στην Ελλάδα έρευνα ενώ το Ταμείο Καινοτομίας του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), το οποίο θα συγκεντρώσει περίπου 10 δισ. ευρώ για τη στήριξη των τεχνολογιών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών κατά την περίοδο 2020-2030, έχει τη δυνατότητα να διευκολύνει την πρώτη στο είδος της επίδειξη καινοτόμων τεχνολογιών με βάση το υδρογόνο (ίδετε σελ. 21 της Ενωσιακής Στρατηγικής για το Υδρογόνο). Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι, αυτονοήτως, κορυφαία!
Επί του τέταρτου πλαισίου, τη νέα της προσέγγιση στην ‘‘πρόκληση’’ που λέγεται ‘‘υδρογόνο’’ η Ελλάδα θα μπορούσε να τη θεμελιώσει θεσμικά στο πρότυπο της γερμανικής οργανωτικής δομής. Οι Γερμανοί έχουν ήδη την Κρατική Επιτροπή για το Υδρογόνο (Ausschuss der Staatssekretaere fuer Wasserstoffrat) που παρακολουθεί σε πρακτικό και χρονικό επίπεδο την εθνική τους στρατηγική για το υδρογόνο και την υλοποίηση του σχεδίου δράσης. Η Επιτροπή αυτή έχει συγκροτήσει (στο πρώτο τέταρτο του 2020) το Εθνικό Συμβούλιο Υδρογόνου (Nationaler Wasserstoffrat), το οποίο αποτελείται από 12 διεθνούς κύρους ειδικούς από την Οικονομία και την Επιστήμη και δη από 2 για κάθε μια από τις έξι θεματικές ενότητες της εθνικής τους στρατηγικής. Το Συμβούλιο αυτό ήδη ‘‘τρέχει’’ το πλάνο ‘‘έρευνα και εκπαίδευση’’ ενώ συμβουλεύει την Κρατική Επιτροπή και την καθοδηγεί. Υποστηρικτική δε για τη λειτουργική καθημερινότητα της εθνικής στρατηγικής τους είναι η Εθνική Γραμματεία Υδρογόνου (Nationale Geschaeftsstelle Wasserstoff).
Στην ουσιαστική αυτή εμβάθυνση και εξειδίκευση της ενεργειακής μας πολιτικής, που θα φέρει, μεταξύ των άλλων, και σπουδαίο αριθμό νέων θέσεων εργασίας (σημ. 500.000 νέες θέσεις εργασίας προβλέπεται να δημιουργηθούν στην Ευρώπη από επενδύσεις στον χώρο του υδρογόνου μέχρι το 2025), βαρύνουσας αξίας ρόλο είναι σε θέση και πρέπει να αναλάβει και ο ιδιωτικός τομέας (ίδετε https://www.kathimerini.gr/economy/international/561157984/symmachia-egchorion-omilon-gia-to-kaysimo-toy-mellontos/). Η Ελλάδα, λοιπόν, μπορεί και πρέπει να θέλει να πραγματοποιήσει με το υδρογόνο το ‘‘άλμα’’ προς το μέλλον με ‘‘άρμα’’ και ‘‘φυσικό της σύμμαχο’’ τον λαμπερό ήλιο της και τους ισχυρούς ανέμους της*!
Κατερίνη, 11/3/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
* Όσον αφορά τον προσανατολισμό των Γερμανών για τη διαμόρφωση διεθνών συνεργασιών στον τομέα του υδρογόνου, στη σελίδα 8 της δικής τους ‘‘Εθνικής Στρατηγικής για το Υδρογόνο’’ γράφεται επακριβώς: ‘‘Globale Kooperationen als Chance begreifen: Insbesondere im Nordseebereich und in Südeuropa sowie im Rahmen von Energiepartnerschaften der Bundesregierung oder der Zusammenarbeit mit den Partnerländern der Deutschen Entwicklungszusammenarbeit bieten sich Möglichkeiten für gemeinsame Projekte und die Erprobung von Technologien.’’
*«Ανανεώσιμο υδρογόνο» είναι το υδρογόνο που παράγεται από την ηλεκτρόλυση του νερού (σε μια ηλεκτρολυτική κυψέλη που τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια) και με ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.
* Η Ευρώπη σκοπεύει να αποκτήσει ενεργειακές εγκαταστάσεις 105 GW τα επόμενα 5 χρόνια. Ειδικά, η αιολική ενέργεια καλύπτει το 16,4% της ενεργειακής ζήτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ηνωμένο Βασίλειο (https://windeurope.org/data-and-analysis/statistics/)
* Ο παρακάτω Χάρτης είναι ‘‘αλιευμένος’’ από την ιστοσελίδα: https://www.meteology.gr/statistika-iliofaneias-gia-tin-ellada/. Δείχνει τα ποσοστά ηλιοφάνειας στις χώρες της Ευρώπης και αποτελεί την καλύτερη ‘‘οπτική απόδειξη’’ στο τι μπορεί να μετατραπεί η Ελλάδα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας.