Ο θάνατος 79χρονου στην Κατερίνη αποδόθηκε σε μια σειρά αιτιών, μεταξύ αυτών και ο κορωνοϊός. Με εισαγγελική εντολή, έγινε εκταφή και νεκροψία-νεκροτομή, λόγω καταγγελιών για ιατρικό λάθος.
Η πρώτη στην Ελλάδα εκταφή νεκρού που είχε νοσήσει από COVID-19, έγινε την περασμένη εβδομάδα στην Πιερία, έπειτα από μήνυση των συγγενών του εκλιπόντα, που υποστηρίζουν πως ο άνθρωπός τους έφυγε από τη ζωή εξαιτίας τρώσης της τραχείας του κατά τη διαδικασία της διασωλήνωσης στο νοσοκομείο της Κατερίνης. Ο θάνατος του ασθενούς είχε αποδοθεί σε μια σειρά υποκείμενων νοσημάτων που αντιμετώπιζε, σε συνδυασμό με τις επιπλοκές του κορωνοϊού. Η τεχνική σύμβουλος της οικογένειας, που ήταν παρούσα στη νεκροψία – νεκροτομή, λέει πως επιβεβαίωσε μακροσκοπικά την κάκωση στην τραχεία και αναμένει το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης.
Ο 79χρονος, από χωριό της Πιερίας, που αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα και άλλα υποκείμενα νοσήματα. εισήχθη στο νοσοκομείο Κατερίνης στις 6 Φεβρουαρίου, με διαγνωσμένη νόσηση από COVID και 37,4 πυρετό, αλλά με καλή κλινική εικόνα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μήνυση της οικογένειάς του. Τρεις μέρες μετά αισθάνθηκε ζαλάδα και χαμηλό κορεσμό οξυγόνου, με αποτέλεσμα να διασωληνωθεί στις 9 Φεβρουαρίου.
Το ίδιο βράδυ, ο διευθυντής της ΜΕΘ τηλεφώνησε στη σύζυγο του ασθενούς και την ενημέρωσε πως βρίσκεται σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Η κόρη του, που ήταν παρούσα στη συνομιλία, ζήτησε τη διακομιδή του στη Θεσσαλονίκη για καλύτερη αντιμετώπιση, επικαλούμενη τα καρδιολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο 79χρονος (είχε κάνει 9 στεντ). Ο διευθυντής της ΜΕΘ απάντησε πως αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει. Σε νεότερη ενημέρωση από τους γιατρούς, την επόμενη μέρα, η οικογένεια πληροφορήθηκε όπως αναφέρει πως ο ασθενής είχε υποδόριο εμφύσημα και η καρδιά του αιμορραγούσε, ενώ οι γιατροί τον είχαν επαναφέρει στη ζωή.
Έπειτα από νέες επικοινωνίες, στις 18 Φεβρουαρίου, υπήρξε ενημέρωση ότι ο 79χρονος κόλλησε ένα μικρόβιο από τον καθετήρα. Το ίδιο βράδυ οι γιατροί είπαν πως η κατάστασή του επιδεινώθηκε περαιτέρω και ότι από ώρα σε ώρα περίμεναν το μοιραίο. Στις 19 Φεβρουαρίου, γιατρός ενημέρωσε τηλεφωνικά πως ο ασθενής είχε καταλήξει.
Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αναγράφονται ως αιτίες “καρδιακή κατάρριψη, ανεπάρκεια πολλών οργάνων, σηπτική καταπληξία, λοίμωξη COVID, στεφανιαία νόσος, σακχαρώδης διαβήτης, αρτηριακή υπέρταση”. Ο εκλιπών κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του τόπου καταγωγής του, χωρίς να γίνει νεκροψία – νεκροτομή, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα για τον COVID.
Αυτό που οδήγησε την οικογένεια να κινηθεί δικαστικά ήταν οι πληροφορίες που ήρθαν από το εσωτερικό του νοσοκομείου για κάτι που φέρεται πως συνέβη κατά τη διασωλήνωση. “Υπήρξαν πληροφορίες από συγκεκριμένα άτομα, που δεν αποκάλυψαν το όνομά τους στην οικογένεια, ότι ο άνθρωπος δεν πέθανε από COVID, από το οποίο όντως έπασχε, αλλά επειδή του προκάλεσαν τραύμα στην τραχεία κατά τη διαδικασία της διασωλήνωσης”, είπε στο iatronet ο δικηγόρος της οικογένειας, Νίκος Διαλυνάς
Τι έδειξε η νεκροψία – νεκροτομή
Ο ίδιος κατέθεσε μήνυση κατά παντός υπευθύνου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κατερίνης, με παράλληλο αίτημα για εκταφή και διενέργεια νεκροψίας – νεκροτομής. Ο εισαγγελέας ζήτησε και πήρε αυθημερόν τον ιατρικό φάκελο από το νοσοκομείο και την επόμενη μέρα διέταξε εκταφή και νεκροψία – νεκροτομή, αφού πρώτα γίνει μοριακό τεστ για COVID.
Η εκταφή έγινε στις 2 Μαρτίου και δύο μέρες αργότερα η νεκροψία – νεκροτομή στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, παρουσία και της τεχνικής συμβούλου της οικογένειας, ιατροδικαστού, Κατερίνας Αποστολίδου. Φως στα αίτια του θανάτου θα ρίξουν τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης του βιολογικού υλικού, που αναμένονται σε περίπου δύο μήνες. Ωστόσο, κατά τη μακροσκοπική εξέταση προέκυψαν κάποια ευρήματα που σύμφωνα με την οικογένεια επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες για τρύπημα της τραχείας.
“Πρέπει να ολοκληρωθεί η ενδελεχής διερεύνηση για να μιλήσουμε με βεβαιότητα για την αιτία θανάτου. Όμως μακροσκοπικά φάνηκε πως υπήρξε κάκωση στην τραχεία, η οποία σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα και όσα αναφέρονται στον ιατρικό φάκελο φαίνεται πως έγινε κατά τη διαδικασία της διασωλήνωσης”, είπε στο iatronet η κ. Αποστολίδου και πρόσθεσε: “επίσης, υπάρχει μια εκχύμωση στο αριστερό μάτι του εκλιπόντος, που δεν δικαιολογείται. Η οικογένειά του λέει πως δεν υπήρξε κάποιος τραυματισμός πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο”.
Ερωτήματα από τον ιατρικό φάκελο
Τα μακροσκοπικά ευρήματα, σε συνδυασμό με τις αναφορές των γιατρών στον ιατρικό φάκελο του ασθενούς, γενούν μια σειρά από ερωτηματικά στην οικογένεια και τον δικηγόρο που την εκπροσωπεί.
Σύμφωνα με τους μηνυτές, στον φάκελο αναφέρεται πως μετά τη διασωλήνωση παρουσιάστηκε εκτεταμένο υποδόριο εμφύσημα με σοβαρό αποκορεσμό, σοβαρή υποξυγοναιμία και σοβαρή αιμοδυναμική αστάθεια, ενώ έγινε εκτίμηση από χειρουργό. Την ίδια μέρα οι συγγενείς ενημερώθηκαν πως η κατάσταση του ασθενούς ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη και η μοιραία κατάληξη σχεδόν βέβαιη. Ο θάνατος επήλθε στις 19/2, δηλαδή δέκα μέρες μετά.
Οι γιατροί τοποθέτησαν μεγάλη ποσότητα βελονών στο δέρμα του ασθενούς με στόχο την αποβολή του αέρα, την υποχώρηση του υποδόριου εμφυσήματος και τον αερισμό σε πιο ασφαλείς πιέσεις, ενώ συνέχισαν τη χορήγηση φαρμακευτικού σχήματος, με βάση τα πρωτόκολλα αντιμετώπισης της COVID-19.
Από τις 12 Φεβρουαρίου, ο 79χρονος παρουσίασε βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια, ενώ αναφέρεται υποχώρηση – αλλά όχι πλήρης – του εμφυσήματος.
“Στα ιατρικά έγγραφα, που έγραψαν οι ίδιοι οι γιατροί και παραδόθηκαν στον εισαγγελέα, φαίνεται πως υπήρξε μια κατάρρευση του οργανισμού του ασθενούς μετά τη διασωλήνωση, αλλά ουδόλως αναφέρεται η κάκωση στην τραχεία, που όπως φαίνεται ήταν αυτή του προκάλεσε την κατάρρευση. Εδώ, προκύπτουν σοβαρά ερωτηματικά και υπόνοιες για ιατρικό λάθος, που οδήγησε στον θάνατο. Αναμένουμε το πόρισμα της ιατροδικαστή”, τόνισε ο κ. Διαλυνάς.