Ένα νέο πλαίσιο για την χορήγηση και το ύψος του επιδόματος ανεργίας δρομολογεί το υπουργείο Εργασίας σε συνεργασία με τον ΟΑΕΔ. Όπως υπογράμμισε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης στόχος είναι το επίδομα ανεργίας να είναι πιο επωφελές.
Ο Υπουργός Εργασίας, επανειλημμένως έχει αναφέρει ότι “μελετούμε προτάσεις και εξετάζουμε τι γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να το κάνουμε πιο αποτελεσματικό για τους ανέργους”.
Το υπουργείο Εργασίας σε συνεργασία με την διοίκηση του ΟΑΕΔ θα προχωρήσουν το επόμενο διάστημα στην αξιολόγηση των δεδομένων, προκειμένου οι άνεργοι να μην λαμβάνουν απλά ένα επίδομα για έως 12 μήνες, αλλά να τους δίνεται κίνητρο επανένταξης στην αγορά εργασίας.
Οι τροποποιήσεις στην καταβολή του επιδόματος ανεργίας θα συνδυαστούν με τις αλλαγές που προωθούνται στα προγράμματα κατάρτισης. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη, οι αλλαγές στο ύψος του επιδόματος ανεργίας θα πρέπει να σχεδιαστούν λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού και το ενδεχόμενο αύξησης των ανέργων το επόμενο διάστημα, αλλά και τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας.
Στόχος είναι οι άνεργοι να μπαίνουν στην αγορά εργασίας και όχι να λαμβάνουν ένα επίδομα ανεργίας. Γι αυτό το λόγο μελετούνται αλλαγές στις προϋποθέσεις χορήγησης και στον χρόνο καταβολής του. Εξάλλου επιδόματα ανεργίας με βάση το 6μηνο και στροφή του ΟΑΕΔ σε “ενεργητικές πολιτικές”, προβλέπει και η έκθεση Πισσαρίδη.
Τα βασικά σημεία των αλλαγών εστιάζονται στην μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και σε αλλαγές στον τρόπο χορήγησης επιδομάτων με βάση το 6μηνο και όχι το 12μηνο που ισχύει σήμερα.
Ειδικά για το επίδομα ανεργίας που θα χορηγείται από τον ΟΑΕΔ, η Επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού του και κατά βάση να χορηγείται επί ένα 6μηνο με την προϋπόθεση τη συμμετοχή του ανέργου σε προγράμματα κατάρτισης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει προκρίνει «το επίδομα ανεργίας να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Το επίδομα ανεργίας προτείνουμε όπως οριστεί στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1200 ευρώ (το επίπεδο του μέσου μηνιαίου μισθού των πλήρως απασχολούμενων τον Ιανουάριο του 2020 σύμφωνα με τα στοιχεία του 151 ΕΦΚΑ)».
Διευκρινίζει όμως πως πρέπει «η διάρκεια του αυξημένου επιδόματος να είναι στους έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα, και να πληρώνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο άνεργος αναζητά ενεργά εργασία ή συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης».
Στην συνέχεια σημειώνει ότι «αν ο άνεργος μετά τους έξι μήνες παρά τις ενεργές προσπάθειες για εύρεση εργασίας δεν έχει βρει δουλειά, θα λαμβάνει για διάστημα έως έξι μήνες ή έως ότου βρει δουλειά, αν αυτό συμβεί νωρίτερα, το επίδομα ανεργίας στο επίπεδο που είναι σήμερα, δηλ. στο 55% του κατώτατου μισθού».
Το πώς πρακτικά θα εφαρμοστεί αυτή η κατεύθυνση της Έκθεσης Πισσαρίδη αφορά την νομοθεσία που θα υπάρξει και το αν θα ενσωματωθεί σε αυτή το σύνολο της πρότασης ή το πρώτο τμήμα της. Αυτό συναρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες του ΟΑΕΔ, οι οποίες πάντα σχετίζονται με την συνολική δυνατότητα της οικονομίας.
Σήμερα το επίδομα ανεργίας χορηγείται μετά την απόλυση για 5 – 12 μήνες, ανάλογα με τις ημέρες εργασίας που έχουν πραγματοποιήσει οι δικαιούχοι.
Όσοι έχουν από 250 ημέρες εργασίας και πάνω το 14μηνο πριν την απόλυση (αφαιρουμένων των 2 τελευταίων μηνών) λαμβάνουν 12 μήνες επιδότηση. Το ποσό της επιδότησης είναι σταθερό για όλους, στα 400 ευρώ και εξαρτάται από τον κατώτατο μισθό. Το επίδομα, ωστόσο, λαμβάνει μια μικρή μόνο μειοψηφία κάτω του 20% των εγγεγραμμένων ανέργων στο μητρώο του ΟΑΕΔ.
Προγράμματα κατάρτισης τύπου voucher
«Δεν βρίσκουμε ότι είναι σωστό να διατίθενται κονδύλια 1,5 δισ. ευρώ για πολιτικές που θα μπορούσαν να αφορούν τον ΟΑΕΔ – το σημερινό ΕΣΠΑ εννοώ – και από αυτά ο ΟΑΕΔ να διαχειρίζεται ο ίδιος ούτε 150 εκατομμύρια.
Στόχος δεν είναι ο ΟΑΕΔ να υποκαταστήσει τα ΚΕΚ, αλλά να έχει ρόλο σημείου αναφοράς – ρόλο ρυθμιστή», εξήγησε με νόημα ο υπουργός Εργασίας προαναγγέλλοντας νομοθετική παρέμβαση για την κατάρτιση, ώστε «να συνδεθεί η χρηματοδότηση των Κέντρων Κατάρτισης με τα αποτελέσματα της δουλειάς τους». Ο ίδιος έχει επισημάνει πως ο ΟΑΕΔ και η κατάρτιση θα έχουν βασικό ρόλο για την ομαλότερη δυνατή μετάβαση στη μετα-κορονοϊό εποχή.
Η νέα αρχιτεκτονική του ΟΑΕΔ, όσον αφορά στην αναβάθμιση της Επαγγελματικής Κατάρτισης απαιτεί ένα ευέλικτο, αρθρωτό πληροφοριακό σύστημα που να υποστηρίζει τις διαδικασίες, τη ροή εργασιών και γενικά όλο τον κύκλο ζωής των προγραμμάτων κατάρτισης του ΟΑΕΔ.
Το εν λόγω σύστημα θα διασυνδέεται και θα διαλειτουργεί με τα λοιπά πληροφοριακά συστήματα του Οργανισμού αλλά και με συστήματα τρίτων φορέων. Το σύστημα θα υποστηρίζει προγράμματα τύπου voucher για ανέργους, προγράμματα κατάρτισης για ανέργους που προκύπτουν μέσα από διαγωνιστικές διαδικασίες και προγράμματα κατάρτισης για εργαζόμενους (ΛΑΕΚ).
Ο ΟΑΕΔ σε συνεργασία με άλλους φορείς όπως το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, τα ΑΕΙ αλλά και φορείς του ιδιωτικού τομέα παρέχει ενισχυμένες δυνατότητες για ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση μέσω ειδικά στοχευμένων προγραμμάτων τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν ενότητες εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, εκπαίδευσης σε τάξη ή άλλα υβριδικά εκπαιδευτικά μοντέλα.
Η προτεινόμενη πρωτοβουλία θα συμβάλλει στο κλείσιμο του χάσματος δεξιοτήτων και ιδίως των ψηφιακών δεξιοτήτων, καθώς και στην ενίσχυση της απασχολησιμότητας και της παραγωγικότητας του μεγάλου εποχιακού εργατικού δυναμικού της.
Η κατάρτιση θα παρέχεται με αυστηρά μέτρα ποιοτικού ελέγχου και με πιστοποιημένες διαδικασίες και προγράμματα. Η πρόταση επιδιώκει να μετατρέψει το «χρόνο αδράνειας» των εργαζομένων σε μια περίοδο ανάπτυξης δεξιοτήτων, η οποία με τη σειρά της θα αυξήσει την παραγωγικότητα, θα υποστηρίξει τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και θα βελτιώσει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Το πρώτο αντίστοιχο πρόγραμμα αναμένεται να παράσχει ευκαιρίες εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στους εργαζόμενους του τουριστικού κλάδου, λόγω της σημαντικής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την τουριστική βιομηχανία, κυρίως μέσω των κέντρων δια βίου και συνεχούς εκπαίδευσης των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΚΕΚ).