Μετά την αδυναμία της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας προκηρύσσονται βουλευτικές εκλογές για την 25η Ιανουαρίου του 2015. Το αποτέλεσμα δίνει την κοινοβουλευτική δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το «πρώτη φορά αριστερά» από σύνθημα γίνεται ιστορικό γεγονός. Ο λαός αρχίζει να χαμογελά. Αισιοδοξεί, ελπίζει κι είναι έτοιμος να σταθεί δίπλα στη νέα κυβέρνηση, να κάνει ό,τι χρειαστεί, προκειμένου να αποτινάξει τα μνημονιακά δεσμά.
Να απελευθερωθεί η Πατρίδα και να ανασυγκροτηθεί η κοινωνία. Απ’ την άλλη το κατεστημένο, το ντόπιο και το διεθνές εμφανίζεται σαστισμένο, αλλά περισσότερο απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι. Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει παραδώσει τα κλειδιά όλων των αμυντικών μηχανισμών του κράτους στους δανειστές, πράγμα όμως αναμενόμενο. Οι τελευταίοι έχουν μεν «διαβάσει» τον αντίπαλο, αλλά δεν μπορούν ακόμη να τον «ζυγίσουν». Και οι δύο πλευρές δείχνουν να χρειάζονται χρόνο. Μόνο που αυτός δεν τρέχει με τον ίδιο τρόπο.
Οι πρώτες παράδοξες επιλογές της νέας κυβέρνησης, όπως η εκλογή του μετριοπαθή αλλά συντηρητικού Προκόπη Παυλόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η συμπερίληψη στο κυβερνητικό σχήμα αλλά και στον κρατικό μηχανισμό προσώπων με ξένες στοχεύσεις από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον με βάση τις μέχρι τότε εξαγγελίες του, δεν τυγχάνουν της ανάλογης προσοχής.
Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης, ενώ φαίνεται να αποσκοπούν σε μια μορφή ανακούφισης του λαού, εντούτοις λαμβάνονται άναρχα, με αργοπορία, είναι ισχνά και χωρίς σαφή και σε βάθος ζητούμενα. Το βάρος δίδεται στη λεγόμενη «διαπραγμάτευση» Και εκεί αναδύονται με εμφανή πια τρόπο οι αδυναμίες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ: Το αν έχουν και τι είδους δικαιική ισχύ μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, το αν δεσμεύουν δηλ. τη Χώρα και πώς. Διαπιστώνεται ότι είναι όχι μόνο terra incognita (πεδίο άγνωστο) για τους Έλληνες διαπραγματευτές, αλλά και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό αντιμετωπίζονται με παιδαριώδη βολονταρισμό( : πιστεύει, ότι αρκεί να «κομίσει» τις απόψεις του και οι Λύκοι των Βρυξελλών θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν αρνάκια. Με λευκή ανάθεση έργου ο υπουργός οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης προσπαθεί να πείσει τους δανειστές από τη μια, ότι η συνταγή είναι λανθασμένη, από την άλλη ότι η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει. Το πρώτο το ήξεραν, το δεύτερο δεν το ήθελαν. Όταν θα τα καταλάβει αυτά, θα είναι πια αργά.
Έτσι η Χώρα μπαίνει σε μια συζήτηση χωρίς να γνωρίζει ούτε το ουσιαστικό αντικείμενο, ούτε τις πραγματικές παραμέτρους του, ούτε το θεσμικό του πλαίσιο, ενώ της διαφεύγει, ότι αυτοί με τους οποίους κουβεντιάζει υποδύονται απλώς, ότι έχουν τέτοιο δικαίωμα. Το «ρωτώντας πας στην Πόλη» είναι ένα σοφό λαϊκό γνωμικό, που μπορεί να φανεί χρήσιμο σε ανέμελους τουρίστες, με περίσσιο χρόνο, που κουβαλούν μόνο τους εαυτούς τους, ενώ προϋποθέτει και καλόπιστους και ειλικρινείς «περαστικούς». Όμως «άλλο πάω στην Πόλη» κι άλλο «πάω να πάρω την Πόλη».
Η πρώτη ορατή ανακολουθία αφορά τη λεγόμενη «συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015». Με αυτήν φαίνεται να δίδεται τόσο μια παράταση στην τήρηση των εκατέρωθεν οικονομικών υποχρεώσεων, όσο όμως κι ένα νέο περιεχόμενο σ’ αυτές με κοινολογούμενο στόχο την επαναδιαπραγμάτευση των όρων τους, ενώ για πρώτη φορά γίνεται επίκληση από την κυβέρνηση περί διαχωρισμού μνημονίων – δανειακών συμβάσεων, θέση βεβαίως που οι δανειστές δεν ασπάζονται. Και παρότι φαίνεται, ότι η συμφωνία είναι άτυπη, το σάπιο πολιτικό προσωπικό «τρίβει τα χέρια του» και αρχίζει να ρωτά χαιρέκακα, πότε η Αριστερά θα φέρει νέο μνημόνιο για ψήφιση στη Βουλή.
Τι έχει όμως συμβεί προηγουμένως; Ο υπουργός οικονομικών της Χώρας Γιάνης Βαρουφάκης στο Eurogroup της 11.02.2015, πλαισιωμένος από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και το Γιώργο Χουλιαράκη (άνθρωπο εντέλει των δανειστών, ο οποίος από τον Μάρτιο του 2015 διορίστηκε και στο Διοικητικό Συμβούλιο του EFSF) ζητά από τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, (διότι εκείνος ήταν στην ουσία το Eurogroup), να παραλάβει τις γραπτές προτάσεις του, περί τροποποίησης του υπάρχοντος Μνημονιακού προγράμματος. Ο Σόιμπλε αρνείται: Του υποδεικνύει, ότι ο (γερμανικός) νόμος τον υποχρεώνει να τις προσκομίσει ενώπιον της γερμανικής Βουλής και τότε θα ξεσπούσε κόλαση, όπως του ανέφερε, διότι τόσο το δικό του κόμμα, όσο και οι άλλες παρατάξεις θα προέβαλλαν τις αντιρρήσεις τους. Τον προέτρεψε να καταθέσει τις προτάσεις του στους «Θεσμούς» (Τρόικα,κλπ). Τότε ο Βαρουφάκης ανέθεσε σε κορυφαίους Γερμανούς νομικούς να ερευνήσουν, αν είχε δίκιο ο Σόιμπλε. Από την έρευνα προέκυψε ότι πράγματι ο Σόιμπλε ήταν υποχρεωμένος από τη συνταγματική τάξη της χώρας του, αφενός προτού μονογράψει το οποιοδήποτε νέο σχέδιο συμφωνίας για τη χώρα του να ενημερώσει τη γερμανική Βουλή, αφετέρου μετά την υπογραφή της συμφωνίας από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, για να ισχύσει αυτή δεσμευτικά για Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θα έπρεπε να τη φέρει στη Βουλή για κύρωση ή (εννοείται) για απόρριψη.
Από την άλλη μεριά, όπως ο ίδιος ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται, η γραμματεία και το προεδρείο του Eurogroup του απηγόρευαν κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και εις το διηνεκές να καταθέσει τις προτάσεις του σ’ αυτό, ενώ συγχρόνως ο Γερούντ Ντάισελμπλουμ (πρόεδρος του Eurogroup και υπουργός οικονομικών της Ολλανδίας), τον απείλησε, ότι, αν έστελνε τις προτάσεις του μέσω του δικού του e – mail ή του υπουργείου οικονομικών της χώρας στα υπουργεία οικονομικών των άλλων χωρών, χωρίς τη διαμεσολάβηση της γραμματείας του Eurogroup, αυτές δε θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν, καθόσον μ’ αυτόν τον τρόπο θα παραβίαζε το «πρωτόκολλο!» Με άλλα λόγια στο άτυπο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Eurogroup, απαγορεύονταν στην Ελλάδα – και για θέμα μοναδικού ενδιαφέροντος της – να καταθέσει τις απόψεις της, που όμως υποχρεωτικά στο Eurogroup έπρεπε να τις καταθέσει, εάν ήθελε να ληφθούν υπόψιν.
Το ενδιαφέρον όμως δεν σταματά εδώ. Ο Ντάισελμπλουμ είχε έτοιμο σχέδιο ανακοινωθέντος της ενλόγω συνάντησης του Eurogroup, με το οποίο δεσμευόταν η Ελλάδα να ολοκληρώσει το δεύτερο μνημονιακό πρόγραμμα με την πιστή και πλήρη εφαρμογή του συνόλου του μνημονίου και με μοναδική παραχώρηση προς τους Έλληνες διαπραγματευτές τη φράση: «…με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στο πρόγραμμα, ώστε να προσαρμοστούν σε αυτό οι προτεραιότητες της νέας ελληνικής κυβέρνησης». Όταν ο Βαρουφάκης σε μια ένδειξη καλής πίστης, όπως ο ίδιος πάλι αναφέρει, πρότεινε να τεθεί ο όρος «τροποποιημένο» μπροστά από τον όρο «πρόγραμμα» (οπότε και θα το δεχόταν), ο Σόιμπλε αρνήθηκε και πάλι. Υπενθύμισε πάλι, ότι η προσθήκη του επιθέτου «τροποποιημένο» μπροστά από τη λέξη «πρόγραμμα» τον υποχρέωνε να παραπέμψει το θέμα στη γερμανική Βουλή για έγκριση. «Το ελληνικό πρόγραμμα», είπε, «όπως ορίζεται στο Μνημόνιο, είχε ψηφιστεί από το γερμανικό κοινοβούλιο, οπότε, οποιαδήποτε τροποποίηση του, θα έπρεπε επίσης να ψηφιστεί απ’ αυτό». Ο Ντάισελμπλουμ έσπευσε να συμπληρώσει, ότι και για άλλες χώρες της Ευρωζώνης οποιαδήποτε τροποποίηση του «προγράμματος» (έστω κι ως άτυπη διακηρυκτική πρόθεση και χωρίς κανένα ακόμη περιεχόμενο), επίσης θα έπρεπε να ψηφιστεί από τα κοινοβούλιά τους, γιατί έτσι ορίζουν τα συντάγματά τους.
Μετά απ’ αυτά είναι απορίας άξιο τι δεν κατάλαβε ο υπουργός οικονομικών Βαρουφάκης και η κυβέρνησή του. Οι δανειστές αφενός δεν είχαν σκοπό να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω, αφετέρου με συνεχείς αυθαίρετες προκλήσεις ζύγιζαν την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς. Κι έτσι όμως εσκεμμένα ή τυχαία φανέρωσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι ίδιοι ένα υπερόπλο, που έτσι κι αλλιώς διέθετε (διαθέτει) η ελληνική πλευρά. Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις δεν είχαν (ούτε έχουν) κυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Γιατί λοιπόν να δεσμεύουν την Ελλάδα, τη στιγμή που το ίδιο το επιχείρημα εκ του αντιθέτου χρησιμοποιούν οι δανειστές απλώς και μόνο, για να αποφύγουν την παραμικρή συζήτηση για την τροποποίησή τους;
Γνώριζε ή όχι ο Βαρουφάκης ότι μνημόνια και δανειακές συμβάσεις ότι δεν δεσμεύουν νόμιμα τη χώρα; (γιατί ο Σόιμπλε προφανώς και το ήξερε) Το γνώριζε ή όχι η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς», που ο πρωθυπουργός της μέσα στη Βουλή των Ελλήνων διακήρυξε: «Είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος». Εν τέλει αν το ξέρανε, θα το χρησιμοπούσαν; Από την άλλη τους κορυφαίους Γερμανούς νομικούς πότε τους ρώτησε σχετικά με το τι ισχύει για τη σύναψη των μνημονίων; Την ώρα που του απαντούσε ο Σόιμπλε, να πάει στο Eurogroup ή μετά απ’ αυτό; Σε σχέση με την Ελλάδα διέταξε αντίστοιχη έρευνα /μελέτη, πριν να πάει στο Eurogroup ή μετά απ’αυτό; Γνώριζε ότι ο ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη εκπονήσει μελέτη σχετική με τη μη δέσμευση της Χώρας από τα Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, ακριβώς, διότι εγκαθιδρύθηκαν στη χώρα κατά παράβαση του ελληνικού Συντάγματος, του διεθνούς δικαίου, που διέπει τη σύναψη διεθνών συβάσεων αλλά ακόμη και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Του την έδωσε κανείς ναι ή όχι; Η ομάδα διαπραγμάτευσης είχε μαζί της Νομικούς και αν όχι, γιατί; Τα συνεχή ανάλογα δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής (Εφημερίδα των Συντακτών) τα παρακολουθούσε ή δεν τα είχε ανάγκη λόγω πολυγνωσίας και υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό του; Πως νοείται να διαπραγματεύεσαι τους όρους διεθνών συμβάσεων, χωρίς να έχεις μαζί σου νομικούς;…
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και το εξής: Μέχρι το τέλος της διαπραγμάτευσης σε κάθε ευκαιρία ο Βόλφαγκ Σόιμπλε, δεν έπαψε να επαναλαμβάνει στον Βαρουφάκη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ για τη χώρα του, ακριβώς γιατί μετά την υπογραφή τους τα έχει ψηφίσει η γερμανική Βουλή. Κάθε τροποποίησή τους θα έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή. Αυτή η τακτική του Σόιμπλε και με δεδομένο ότι είχε απαντήσει ευθαρσώς στο Βαρουφάκη, ότι τέτοια μνημονιακά μέτρα για τη δική του Πατρίδα ουδέποτε θα είχε υπογράψει ο ίδιος, μας επιτρέπει (με επιφύλαξη) να διατυπώσουμε τον εξής συλλογισμό:
Φαίνεται, πως ακόμα και ο Σόιμπλε του υποδείκνυε να αναζητήσει να εξεύρει και να προκρίνει τον μοναδικό πρόσφορο και νόμιμο τρόπο, για να απεμπλακεί η Χώρα από τη μνημονιακή μέγγενη: Δηλαδή να βασισθεί στο Διεθνές δίκαιο, που ορίζει τη σύναψη και ισχύ των διεθνών συνθηκών και συβάσεων (Συνθήκες Βιέννης 1969 και 1985, άρθρο 46 και στις δύο): «Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός, ότι η συναίνεσή του να δεσμευθεί από τη συνθήκη, εδόθη κατά παραβίαση διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, σχετικής με την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών ως ελάττωμα της συναινέσεώς του, εκτός εάν η παραβίαση αυτή ήταν έκδηλη και αφορούσε κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας». Και ως κανόνες θεμελιώδους σημασίας για ένα κράτος και πάντως για την Ελλάδα νοούνται αν μη τι άλλο οι κανόνες της συνταγματικής του τάξης : είναι υπέρτεροι όλων από έποψη δικαιικής ισχύος, είναι θεμελιώδεις, γιατί επ’ αυτών εδράζονται και απορρέουν όλοι οι άλλοι , συγχρόνως δε κάποιοι απ’ αυτούς αποτελούν τις βάσεις του Πολιτεύματός του, πράγμα που σημαίνει, ότι, αν παραβιαστούν, καταλύεται το ίδιο το πολίτευμα. Αν λοιπόν διεθνείς συμβάσεις συναφθούν και ισχύσουν με τέτοιες παραβάσεις, είναι άκυρες, πράγμα που σημαίνει ότι καταρχήν η Χώρα με απλή δήλωσή της σταματά να υλοποιεί τα μνημόνια αλλά και να πληρώνει τα χρέη, που μέσω τέτοιων ανέλαβε και το ζήτημα παραπέμπεται στα Διεθνή Δικαστήρια για τη εξακρίβωση της περίπτωσης και την εξεύρεση λύσης.
Το δώρο λοιπόν για τους δανειστές είναι ανέλπιστο. Πόνταραν βέβαια σε μια άπειρη κυβέρνηση, που θα αναγκαστεί να περπατήσει σ’ ένα καλά ναρκοθετημένο πεδίο, αλλά η προχειρότητά της κυριολεκτικά τους εξέπληξε. Η χώρα βυθίζεται σε μια στείρα διαπραγμάτευση συνεχίζοντας να πληρώνει τοκοχρεολύσια, για να εξευμενίσει τους δανειστές, ενώ αυτοί συνεχίζουν να αυθαιρετούν, να ασχημονούν και να παρανομούν. Επιπλέον κανείς δεν τους υπενθυμίζει, αφενός ότι, πριν έρθουν εδώ, για να συνετίσουν τους τεμπέληδες και σπάταλους Έλληνες, μοίρασαν εγγυήσεις και πακτωλό ηλεκτρονικού χρήματος, που δημιούργησαν από το τίποτα, για να σώσουν τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις των χωρών τους και αφετέρου ότι δεν συνομιλούν με μια «πτωχευμένη χώρα», (όπως υποστήριζε μπροστά τους ο Βαρουφάκης), διότι οι χώρες ούτε χρεωκοπούν ούτε πτωχεύουν.
Γρήγορα λοιπόν επαναφέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλες τις αξιώσεις τους αντιμετωπίζοντας τους νέους Έλληνες διαπραγματευτές όπως και τους παλιούς. Και επειδή η «πρώτη φορά αριστερά» της Ελλάδας πρέπει να τσαλακωθεί παραδειγματικά, μόλις κατάλαβαν ότι η γλώσσα είναι μεγαλύτερη από το λιλί τους, τους ταπεινώνουν κιόλας. Από την άλλη η ηλεκτρονική φυγάδευση των χρημάτων από τις τράπεζες συνεχίζεται, με αποτέλεσμα το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου ακόμη 35 – 40 δις να μεταναστεύσουν. Ένα ατέρμονο πήγαινε – έλα χωρίς νόημα, χωρίς στόχο, που απλώς ροκανίζει το χρόνο προς όφελος των δανειστών, φέρνει τη χώρα για άλλη μια φορά μπροστά στο λεγόμενο – τεχνητά δημιουργούμενο – πρόβλημα έλλειψης ρευστότητας, για να μας «πουλήσουν» έτσι οι δανειστές λογιστικό χρήμα και απαιτούν καινούργιο Μνημόνιο.
Κατερίνη 23/6/2021
*Ο Γιώργος Βαζάκας είναι μέλος του Ε.ΠΑ.Μ.(Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο)
[email protected]
Θα συνεχίσουμε με τις επόμενες εξελίξεις της περιόδου ( 2015 – 2021)