Το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχετικά με τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων έδωσε αφορμή σε αντιπολιτευόμενες την Κυβέρνηση δυνάμεις να ‘‘καταγγείλουν’’ δημοσίως τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία ως ‘‘ενάντια στο δημόσιο συμφέρον «ιδιωτικοποίηση» του νερού’’. Επειδή, λοιπόν, το ζήτημα είναι εξόχως σοβαρό και αφορά σύμπασα την κοινωνία, η αλήθεια πρέπει και να τονιστεί αλλά και να διαχυθεί οριζοντίως πανταχόθι.
Καταρχάς, η ύδρευση και η αποχέτευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Το νερό ήταν και παραμένει δημόσιο αγαθό και όχι εμπόρευμα. Άλλωστε, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων που διακηρύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της ΕΕ και την Κομισιόν στις 17-11-2017 αναφέρει ρητά το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στην ύδρευση ως πυλωνικό, δημοκρατικό δικαίωμα.
Συνεπώς, δεν αλλάζει το παραμικρό. Το νερό παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο και καθίσταται απολύτως σεβαστή η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του δημοσίου χαρακτήρα των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδατος. Με το νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή η Κυβέρνηση δεν εκχωρήθηκε καμία αρμοδιότητα υδατικής πολιτικής στη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, αντιθέτως, τη θεσμική δικαιοδοσία επί του αντικειμένου κρατά το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, δηλαδή εν ευρεία εννοία η εκάστοτε Γενική Κυβέρνηση.
Με τη Ρυθμιστική Αρχή, όμως, διασφαλίζεται η διαφάνεια, η λογοδοσία και ο έλεγχος των παρόχων ύδατος που συνιστούν και είναι κατ’ ουσία δημόσια μονοπώλια. Το κεντρικό πολιτικό ζήτημα, εξάλλου, που ‘‘γέννησε’’ την ανάγκη της εν λόγω νομοθετικής παρέμβασης είναι η εξασφάλιση χαμηλών τιμών για το νερό, η σύμφωνα με το νόμο τιμολόγησή του και η συστηματική καταμέτρηση της ποιότητάς του με βάση τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες.
Κατά συνέπεια, για να καταπολεμηθούν οι παθογένειες του συστήματος, το ζωτικό εργαλείο είναι αυτή η κεντρική εποπτική Αρχή που εισήγαγε το νομοσχέδιο.
Οι 295 φορείς παροχής ύδατος της χώρας αναρτούν μόλις το 38% των στοιχείων που οφείλουν και μέχρι τώρα δεν ήταν γνωστό αν μετρούσαν συστηματικά την ποιότητα του νερού που παρείχαν στους πολίτες.
Στην Ελλάδα, σήμερα, οι ίδιες οι ΔΕΥΑ δηλώνουν ότι έχουν απώλειες μέχρι και 62% ενώ κάποιες από αυτές χρεώνουν το νερό δύο φορές πιο ακριβά στους δημότες τους, με βάση στοιχεία που αυτές αναφέρουν.
Οι ελλείψεις δε, όσον αφορά την οργανωμένη αποτύπωση της κατάστασης των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης προκειμένου να προτεραιοποιηθούν τα κατά τόπο απαιτούμενα έργα, ήταν δομική, λειτουργική τροχοπέδη για τους δημόσιους παρόχους υπηρεσιών ύδατος, η οικονομική εικόνα πολλών από τους οποίους παραμένει θολή.
Επομένως, με τη θέσπιση της συγκεκριμένης Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής, κατά τα πρότυπα πολλών προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών, ο επί της ουσίας έλεγχος σε όλες τις ‘‘γκρίζες ζώνες’’ λειτουργίας των ούτως ή άλλως δημοσίων παρόχων νερού αποκρυσταλλώνεται, εντατικοποιείται και κατ’ επέκταση ισχυροποιείται.
Όλα έρχονται στο φως, η ποιότητα, οι απώλειες και η υπερανάκτηση του κόστους του νερού, όποτε συμβαίνει, και δη όλα έρχονται στο φως υπό την ευθύνη της εποπτείας πια μια λειτουργικά αδέσμευτης (μακριά από κυβερνήσεις και κόμματα) Αρχής που θα ελέγχει τους δημόσιους μονοπωλιακούς οργανισμούς, οι οποίοι εκ του νόμου πλέον θα λογοδοτούν σε αυτήν.
Το Υπουργείο Υγείας, υπό την εκάστοτε ηγεσία του, παραμένει υπεύθυνο, σύμφωνα με την εγχώρια και ενωσιακή νομοθεσία, για τον έλεγχο της ποιότητας του πόσιμου νερού ενώ η Ρυθμιστική Αρχή, αδιάσπαστη στο καθήκον της, θα φροντίζει για την παγίωση της αποτελεσματικότητας και διαφάνειας των υπηρεσιών ύδατος από τους δημόσιους παρόχους προς τους πολίτες, για την ορθή διαχείριση των οικονομικών των παρόχων αυτών αλλά και για την επιβολή προστίμων στις περιπτώσεις που οι άνω πάροχοι θα παραβατούν.
Η συγκεκριμένη, λοιπόν, δομική μεταρρύθμιση διασφαλίζει την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πολίτες, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους – αποτελεσματικότητας, καθορίζει ένα σαφές και διαφανές σύστημα κοστολόγησης και τιμολόγησης, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, προς όφελος των καταναλωτών και παράλληλα αυξάνει την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών μέσω της επιβαλλόμενης υποχρέωσης στους δημόσιους παρόχους ύδατος περί σύνταξης πενταετών επιχειρησιακών σχεδίων και ετήσιου προγραμματισμού.
Είναι, κατά συνέπεια, νομικά αβάσιμο και πολιτικά αναληθές να υποστηρίζεται από ορισμένους εσκεμμένα ‘‘παρερμηνευτές’’ ότι ‘‘ιδιωτικοποιείται’’ το νερό στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, με τη δεδομένη νομοθετική πρωτοβουλία επιτυγχάνεται η κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ειωθότα καθιέρωση ενός λειτουργικού και σύγχρονου συστήματος διακυβέρνησης, μέσω μιας Εθνικής Στρατηγικής για την προστασία και τη διαχείριση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, και πραγματιστικά κατοχυρώνονται συνθήκες ίσης πρόσβασης στο νερό για όλους, η ασφάλεια του εφοδιασμού και η εξοικονόμηση ύδατος.
Με απλούστερα λόγια, εξασφαλίζεται περισσότερο και καλύτερο νερό για όλους τους πολίτες. Αυτή είναι η αλήθεια.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ