Του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα στην περιφερειακή γεωπολιτική ατζέντα, και όχι μόνο αναφορικά με τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών, είναι το μέχρι πού θα φτάσει η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία μέσα στο 2023. Μπορεί η μνημειώδης πια ρήση του Τούρκου Προέδρου ‘‘Θα έρθουμε ένα βράδυ ξαφνικά’’ να μετατραπεί σε πραγματικό γεγονός και πιθανολογικά ενδέχεται η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση να λάβει ακόμη και διαστάσεις εμπόλεμου χαρακτήρα;
Το ερώτημα εξ’ ορισμού δεν είναι καθόλου απλό αλλά, αντιθέτως, συνιστά αντικειμενικά ένα από τα πιο σύνθετα και πολυπαραγοντικά ζητήματα στον καμβά των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών εξελίξεων επί του γεωγραφικού τριγώνου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής. Ωστόσο, για την ψηλάφηση πιθανών απαντήσεων σε ένα τέτοιου διαμετρήματος ερώτημα υπάρχει, θαρρώ, μια ‘‘νοητή σκαλωσιά’’ δόμησης της σκέψης που ωθεί προς μια πραγματιστικού τύπου ερμηνεία της όλης κατάστασης.
Προσωπικά, στο πρώτο, το θεμελιακό ‘‘σκαλί’’, θα τοποθετούσα ως βασική ‘‘υπόστρωση σκέψης’’, το ‘‘γεωπολιτικό δυναμικό’’ των δύο χωρών. Γι’ αυτό (το ‘‘δυναμικό’’) έχω γράψει : ‘‘Ως ‘‘Γεωπολιτικό Δυναμικό’’, λοιπόν, ορίζεται η ιστορικο-κοινωνική παρουσία ενός συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο’’.
Η δε άνω παρουσία του συλλογικού υποκειμένου (εν προκειμένω είτε της μιας, είτε της άλλης χώρας) στο παραπάνω ορισμένο, ευρύτερο γεωγραφικό τόξο, παγιώνεται ή και μεταλλάσσεται, δηλαδή είτε αυξάνει είτε ελαττώνεται, από τους ‘‘μετασχηματιστές της ισχύος’’ του, οι οποίοι είναι κυρίως η οικονομία του, η δημογραφία του, η τεχνολογική του στάθμη, η πολιτισμική του επιρροή και φυσικά η στρατιωτική του ικανότητα σε συνδυασμό με τη διεθνοπολιτική του θέση στον περιφερειακό (ή ακόμα και στον παγκόσμιο) συσχετισμό δυνάμεων.
Έχω, λοιπόν, τονίσει ότι: ‘‘Εφαρμόζοντας τον ορισμό αυτόν στις δύο χώρες, βλέπουμε πως η Τουρκία αποτελεί σήμερα τον ‘‘ιστορικό κληρονόμο’’ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαλύθηκε πριν έναν αιώνα. Η χώρα συμμετέχει στους G 20 (τη σύμπραξη των 20 ισχυρότερων χωρών του Κόσμου), είναι η δεύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ και φιλοδοξεί να εκλαμβάνεται ως ο επί ξηράς και θάλασσας (σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του στρατηγήματος της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’) επικυρίαρχος της ευρύτερης περιοχής. Η Τουρκία εμφανίζεται σήμερα στο διεθνές προσκήνιο ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη που ‘‘μιλά απευθείας’’ και ως αυτόβουλος γεωπολιτικός παράγων με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ, όντας παράλληλα και στυλοβάτης του Ισλαμισμού, ως πολιτισμικού προτύπου. Γι’ αυτό και εκτιμάται ως χώρα που ενέχει χειμαρρώδες γεωπολιτικό δυναμικό με εγγενή προοπτική εξάπλωσης’’.
Η παραπάνω προσέγγιση (που βασίζεται στη χρήση της έννοιας του ‘‘γεωπολιτικού δυναμικού’’) εξηγεί μάλιστα, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, και τον πολύπλευρο (και δη πολλές φορές αμφίσημο ή και αντιφατικό) ακτιβισμό της Τουρκίας, ιδίως στο περιφερειακό τόξο που την περιβάλλει γεωγραφικά. Η Τουρκία φιλοξενεί στο Incirlik 50 θερμοπυρηνικής βαρύτητας βόμβες του ΝΑΤΟ (τις αμερικανικές βόμβες Β 61) αλλά, από την άλλη, αγόρασε τους ρωσικούς πυραύλους S-400 και μέσα στο 2023 αναμένεται να λειτουργήσει και το ρωσικής τεχνολογίας πυρηνικό εργοστάσιο στο Akkuyu. Στέλνει στους Ουκρανούς τα drones ‘‘Bayraktar TB2’’ αλλά, παράλληλα, δεν συμμετέχει στις κυρώσεις που συλλήβδην ο Δυτικός Κόσμος επέβαλε κατά της Ρωσίας, διατηρώντας, αντίθετα, ορθάνοιχτο τον δίαυλο επικοινωνίας με αυτήν. Ταυτόχρονα, κατέχει κομμάτι της συριακής επικράτειας, αποτελώντας (μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν) διεθνή διαμεσολαβητή (international broker) στην επίλυση του ‘‘Συριακού’’ μέσω της ‘‘Astana Process’’, προέβη με τη Ρωσία σε διαμοιρασμό γεωπολιτικής ισχύος στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (αναφέρομαι στον πρόσφατο πόλεμο στο Nagorno Karabakh), επιχειρεί στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και φυσικά υποστηρίζει, δια στρατιωτικής παρουσίας, στη Λιβύη την ‘‘προσωρινή κυβέρνηση’’ της χώρας (Government of National Unity με επικεφαλής τον Abdul Hamid Dbeibeh).
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το συγκριτικά ‘‘ηπιότερο γεωπολιτικό δυναμικό’’ της Ελλάδας, το οποίο συνδέεται ομφαλικά και λειτουργικά με τη συμμετοχή της χώρας στους διεθνείς μηχανισμούς και τα θεσμικά μορφώματα του Δυτικού Κόσμου και, συνεπαγωγικά, κυρίως με τα στρατηγικά προτάγματα του τελευταίου, επιρρωνύεται στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία από σωρευτικά ενισχυτικά υποστυλώματα. Η Ελλάδα ανανέωσε και εμβάθυνε την αμυντική συμφωνία της (MDCA) με τις ΗΠΑ, συμπλέει συμμαχικά με τη Γαλλία, ποντάρει στην αναβαθμισμένη στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ (και ιδίως τους Αμερικανούς) της Αλεξανδρούπολης και της Σούδας, αντλεί ρόλο στο περιφερειακό παίγνιο και στις αλυσίδες ενεργειακής τροφοδότησης και ασφάλειας της Ευρώπης μέσω της παρουσίας της σε διεθνείς δομές (Eastmed Gas Forum, τριμερή ενεργειακά σχήματα), προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την αποτρεπτική της ικανότητα και, βεβαίως, προσδοκά σε χρόνια σταθερότητα όσον αφορά την οικονομία της, αφού μέχρι και το 2027 αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα (από το πρόγραμμα ‘‘Next Generation EU’’ και το ενωσιακό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο) άνω των 70 δισ. ευρώ !
Ένα δεύτερο ‘‘σκαλί’’ συλλογισμού αφορά την τουρκική εσωτερική πολιτική πραγματικότητα και δη τις διακυμάνσεις και τα διακυβεύματά της. Και τούτο προφανώς, διότι μια πιθανή ρήξη στην ελληνοτουρκική ισορροπία μόνο με επιθετική πρωτοβουλία των Τούρκων λογίζεται ως νοητή. Στην ‘‘πολιτική σκηνή’’, λοιπόν, της γείτονος χώρας κυριαρχικά πρωταγωνιστεί (εδώ και πολλά χρόνια και προς το παρόν) ο Ερντογάν, το σκεπτικό του οποίου στηρίζεται σε δύο ψυχο-διανοητικές ‘‘αντηρίδες’’.
Αφενός, ο Ερντογάν δεν είναι μόνο ο εκφραστής του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού και αναθεωρητισμού αλλά είναι και, ως προσωπικότητα, μεγαλομανής, έχοντας ως κεντρική πολιτική του φιλοδοξία να καταγραφεί στην τουρκική ιστορία ως ένας ηγέτης εφάμιλλος ή και πιο ‘‘σημαντικός’’ ακόμα από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αφετέρου όμως, φημολογείται ότι δεν θα έχει ‘‘καλό τέλος’’ αν χάσει την προστατευτική ισχύ της εξουσίας. Συνερμηνευτικά, συνεπώς, το λογικό ‘‘κρατούμενο’’ εν προκειμένω είναι ότι έχει ισχυρότατο πραγματιστικό κίνητρο να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές και ως εκ τούτου θα κάνει τα πάντα προκειμένου να κρατήσει ή και να ‘‘μαγνητίσει’’ τις ευρείες λαϊκές μάζες της τουρκικής κοινωνίας.
Τέλος, σε ένα τρίτο ‘‘σκαλί’’ σκέψης τοποθετούνται αναμφίβολα τα συγκρουσιακά πεδία υψηλής (πιθανολογικά) ανάφλεξης που υφίστανται μεταξύ των δύο χωρών. Επί των πεδίων αυτών ξεχωρίζουν ασφαλώς δύο ιδιαιτέρως (τα οποία μάλιστα αλληλεπιδρούν γεωστρατηγικά μεταξύ τους).
To πρώτο πεδίο είναι διαχρονικό αλλά και διαρκώς επίκαιρο και δεν είναι άλλο από την (πιθανή) επέκταση στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.). Ειδικά, το Αιγαίο στο άνω ενδεχόμενο θα μετατραπεί σε ‘‘ελληνική λίμνη’’, όπως διατείνονται οι Τούρκοι, καθώς πάνω από το 70% της επιφάνειας του θα περάσει στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδας.
Γι’ αυτό άλλωστε, παραμένει ‘‘άσβεστο’’ από τουρκικής πλευράς, από το 1995 και εκείθεν, το γνωστό ‘‘casus belli’’. Υπό την αντίστροφη λογική, η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. θα μετουσίωνε το όραμα της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’ από δυσεφάρμοστο θεώρημα σε κενόδοξο και ad hoc ανέφικτο βαυκάλημα.
Το δεύτερο πεδίο είναι ο κατά ευοίωνη προοπτική ρόλος που είναι δυνατόν να διαδραματίσουν Ελλάδα και Κύπρος, συνδυαστικά κυρίως με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης. Μπορεί το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ‘‘Repower EU’’ να οδηγεί ταχέως την ευρωπαϊκή πραγματικότητα στην ‘‘πράσινη οικονομία’’, ωστόσο, παρά ταύτα, το φυσικό αέριο έχει εγκριθεί από την ΕΕ ως ‘‘μεταβατικό καύσιμο’’. Κατά συνέπεια, τα επόμενα χρόνια, τα 10 τρισ. κυβικά πόδια που υπολογίζεται ότι ‘‘κρύβονται’’ στον βυθό νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης σε συνδυασμό με τα 13,7 έως 18,2 τρισ. κυβικά πόδια που δυνητικά μπορεί να εξορυχθούν από την ΑΟΖ της Κύπρου θα μπορούσαν να καλύψουν (και να καλύπτουν στο μεταβατικό προς την ‘‘πράσινη οικονομία’’ μεσοδιάστημα) ένα σημαντικό κομμάτι των αναγκών της ΕΕ αναφορικά με τα ενεργειακά της αποθέματα.
Η παγίωση και διατήρηση, λοιπόν, του ‘‘ηγετικού’’ περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας θα ετίθετο εν αμφιβόλω αν στο γεωστρατηγικό πεδίο των ενεργειακών πόρων και δικτύων και της ενεργειακής ασφάλειας εν γένει, χώρες του ευρύτερου γεωγραφικού τόξου την υπερφαλάγγιζαν σε γεωοικονομική σημασία και κατ’ επέκταση σε διεθνές εκτόπισμα. Γι’ αυτό και η Τουρκία του Ερντογάν, αλλά και των επιγόνων του, δεν διανοείται (και πολύ περισσότερο δεν θα αποδεχθεί) να περιθωριοποιηθεί στο στρατηγικό παίγνιο της Ανατ. Μεσογείου που συνεπάγεται και σημαίνει τόσα πολλά για την ευρωπαϊκή, ίσως και την οικουμενική, τάξη πραγμάτων.
Παρά ταύτα, φρονώ ότι το θέμα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων θα μπορούσε καλύτερα να δρομολογηθεί από την ελληνική πλευρά ύστερα από νωπή λαϊκή εντολή σε συγκεκριμένη κυβέρνηση και πάντως σε χρονισμό επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ του Δυτικού Κόσμου – κυρίως των Αμερικανών- και της Τουρκίας. Όσον δε αφορά τις γεωτρήσεις στις θαλάσσιες ζώνες της Κρήτης, αυτές προβλέπονται το νωρίτερο το 2025.
Κατόπιν των παραπάνω, τα τρία ‘‘σκαλιά’’ σκέψης οδηγούν σε ορισμένες συμπερασματικές συνιστώσες. Κατά πρώτον, η Τουρκία μπορεί μεν να εμφανίζεται, τουλάχιστον στη θεωρία, ως ‘‘εξοπλισμένη’’ με ισχυρότερο γεωπολιτικό φορτίο από ό,τι η Ελλάδα, στο παρόν momentum όμως η εμβάθυνση της δικής μας διεθνοπολιτικής θέσης (positioning) εναποθέτει λογικούς, στρατηγικής και γεωπολιτικής φύσεως, ανασχετικούς φραγμούς στον τουρκικό επεκτατισμό. Κατά δεύτερον, η ένταση στις διμερείς σχέσεις προβλέπεται μάλλον να παραμείνει υψηλή, τουλάχιστον μέχρι τις τουρκικές εκλογές, λόγω του μεγέθους του προσωπικού διακυβεύματος του Ερντογάν. Κατά τρίτον, όμως, αυτή η δεδομένη (και ρητορικά υπερχειλίζουσα από την τουρκική πλευρά) συγκρουσιακή δυναμική ίσως να μην καταλήξει στην εν γένει αποδόμηση της ομαλότητας και ισορροπίας στην περιοχή μέσα στο 2023 καθότι στους θεμελιακούς ‘‘καμβάδες αντιπαράθεσης’’, οι οποίοι είναι και οι θεωρητικά κύριοι ‘‘πυροκροτητές’’ μιας βαθιάς, ακόμη και εμπόλεμης, ρήξης μεταξύ των δύο χωρών, δεν αναμένονται (κατά το πιο λογικοφανές πιθανοκρατικό μοντέλο τουλάχιστον) ανατρεπτικές εξελίξεις.
Μάλιστα, αν ο Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές φέτος, οι ελληνοτουρκικές τριβές ίσως οδηγηθούν, έστω στον βραχύ Ιστορικό Χρόνο, σε μια πιο υφεσιακή διαδρομή. Παρά όμως όλα τα παραπάνω, τα οποία δομήθηκαν στη ‘‘σκαλωσιά’’ της κοινής Λογικής θαρρώ, μια ελληνοτουρκική ρήξη, ιδίως με τη μορφή ενός ‘‘θερμού επεισοδίου’’, δεν μπορεί ab initio να αποκλειστεί! Θυμίζω δε ότι, παρόλο που οι δύο χώρες είναι εδώ και 70 χρόνια μέλη του ΝΑΤΟ, το άρθρο 5 του Καταστατικού της Συμμαχίας, σε ένα τέτοιο απευκταίο σενάριο, δεν θα είχε εφαρμογή. Γι’ αυτό, ακόμη και αν διεθνή think tanks εκλαμβάνουν ως χαμηλή την πιθανότητα ελληνοτουρκικής ρήξης εντός του 2023, η ελληνική ετοιμότητα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως υψηλή. Προσωπικά, μάλιστα, θα έλεγα υψηλότατη, αν η συζήτηση επικεντρωνόταν στα νησιά μας…
* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος, LLM in International Commercial Law, LLM in European Law, Cer. LSE in Business, International Relations and the political science.