Συνέντευξη: Ρώνια Τοπαλίδου
Η Ρώνια Τοπαλίδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1989 και μεγάλωσε στην Κατερίνη, όπου έζησε μέχρι τα 18 της χρόνια. Έχει φοιτήσει στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Κλασικού Τραγουδιού του Πανεπιστημίου Μουσικής Επιστήμης και Παραστατικών Τεχνών στην Βιέννη (τάξη Gabriele Lechner). Επίσης σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Κολωνία. Η αγάπη της για τη μουσική και το ταλέντο της στο τραγούδι διαφάνηκαν από πολύ νωρίς, έτσι στην ηλικία των 11 ξεκίνησε να παίρνει μαθήματα κλασικής κιθάρας και ένα χρόνο αργότερα άρχισε τα μαθήματα στο κλασικό τραγούδι. Κατέχει δίπλωμα ανώτερων θεωρητικών, αρμονίας και αντίστιξης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της ερμήνευσε έργα των Mozart, Haydn, Schumann, Schubert, Verdi, Puccini, Delibes, Händel, Bizet, Bellini, Bach κ.ά. Στην αρχή της σολιστικής της καριέρας ερμήνευσε το ρόλο της Filia από το Ορατόριο «Historia d’ Jephte» του Carissimi υπό την διεύθυνση και διδασκαλία του μαέστρου Ευθύμιου Μαυρίδη. Έχει λάβει μέρος ως σολίστ σε συναυλίες που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Ολύμπου, ερμηνεύοντας μεγάλα έργα Ελλήνων συνθετών: των Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Χατζηνάσιου, Ξαρχάκου, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Πλέσσα κ.ά. Ωστόσο, οι μουσικές της ανησυχίες την οδήγησαν στην ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης και μέσω άλλων ειδών μουσικής, όπως η τζαζ, η μουσική των Ρομά, η λάτιν κ.ά. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στην Κολωνία. Ζώντας μακριά από την πατρίδα της, ανακάλυψε την αγάπη και το ενδιαφέρον της για το ρεμπέτικο τραγούδι και την ελληνική μουσική παράδοση. Έκτοτε, συμμετέχει ως βασική τραγουδίστρια στην μουσική ομάδα Ρεμπέτικον. Συγχρόνως, παίρνει μέρος σε συναυλίες σε διάφορα Φεστιβάλ ως σολίστ, ερμηνεύοντας ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο (φάντο, γαλλικά σανσόνς, ιταλικές καντσονέτες, τάνγκο κτλ). Τον χειμώνα του 2020 πήρε μαθήματα παραδοσιακού τραγουδιού από την Ειρήνη Τορνεσάκη. Τον Αύγουστο του 2021 ξεκινά και πάλι ενεργά την ενασχόλησή της με το κλασικό τραγούδι υπό την διδασκαλία της σοπράνο Αφροδίτης Πατουλίδου. Τον Ιούνιο του 2022, απέκτησε το πτυχίο της Landesmusikademie NRW, όπου σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Μουσικής και Χορού της Κολωνίας, απονεμήθηκαν τίτλοι σπουδών σε μουσικούς από διαφορετικές κουλτούρες. Το πτυχίο της δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να διδάξει και να προωθήσει τη μουσική κουλτούρα της χώρας μας σε παιδιά και ενηλίκους στον τόπο όπου ζει και δραστηριοποιείται. Τοn Ιούλιο του 2022 κυκλοφόρησε το μουσικό έργο του συνθέτη, Χρήστου Κουτσίδη, “Ιφιγένεια”, το οποίο είχε την τιμή και χαρά να ερμηνεύσει. Η πρεμιέρα της εξαιρετικής και πρωτότυπης αυτής μουσικής σύνθεσης πραγματοποιήθηκε στο αρχαίο θέατρο της Μίεζας στη Βέροια, με τη συνοδεία βιολιού και πιάνου.
Συνέντευξη: Ηρώ Τζημίκα
Γεια σου Ρώνια! Για αρχή θα ήθελα να μάθουμε περισσότερα πράγματα για εσένα. Η καταγωγή σου είναι από την Κατερίνη, αλλά ζεις χρόνια στη Γερμανία, συγκεκριμένα στην Κολωνία… Ποια ήταν η προτροπή του να πας και να ζήσεις εκεί μόνιμα; Έφυγες μετά τις σπουδές σου στη Θεσσαλονίκη;
Γεια σου Ηρώ! Ακριβώς έτσι. Κατάγομαι από την Κατερίνη αλλά παραπάνω από το 1/3 της ζωής μου διαμένω εκτός Ελλάδος. Μετά το λύκειο ξεκίνησα να σπουδάζω στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά αποφάσισα εν μέσω των σπουδών μου να αποκτήσω την εμπειρία των εισαγωγικών εξετάσεων στο κλασικό τραγούδι στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης, που ανήκε και ανήκει στα πιο δημοφιλή πανεπιστήμια του είδους. Δεν είχα γνώσεις της γερμανικής γλώσσας τότε, πράγμα που ήταν προϋπόθεση για την εισαγωγή, αλλά ήθελα να ξέρω ποιά είναι η διαδικασία, για να ξαναπροσπαθήσω μετά το τέλος των σπουδών μου. Παρόλα αυτά η μηδενική γνώση της γλώσσας δεν στάθηκε εμπόδιο να με δεχτούν στο τμήμα κλασικού τραγουδιού, στην τάξη της Gabriele Lechner. Κάπως έτσι άρχισε η διαμονή μου στο εξωτερικό. Διάφορες συγκυρίες, μεταξύ των οποίων ήταν και μια μικρή επέμβαση που χρειάστηκε να κάνω στις χορδές μου, με ανάγκασαν να εγκαταλείψω τη Βιέννη και να μεταβώ στο Αννόβερο, όπου παρέμεινα για έναν χρόνο παίρνοντας μαθήματα σύγχρονου τραγουδιού. Λίγο αργότερα εγκαταστάθηκα στην Κολωνία, την οποία θεωρώ σπίτι μου, μαζί με την Κατερίνη φυσικά. Ξέρεις, θεωρώ, πως η προσωπικότητα του ανθρώπου ολοκληρώνεται όταν κανείς μόνος πλέον αντιμετωπίζει την ενήλικη ζωή του. Εγώ έψαχνα εμένα. Κι εκεί γνώρισα κομμάτια μου, χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία δεν θα μου αποκαλύπτονταν στον τόπο που μεγάλωσα.
Πώς είναι η ζωή εκεί συγκριτικά με την Ελλάδα; Ποιο θα έλεγες ότι είναι αυτό που σου αρέσει και ποιο αυτό που δεν σου αρέσει;
Αυτό που με γοητεύει και με ηρεμεί στην Κολωνία σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Γερμανίας, είναι ο αέρας Θεσσαλονίκης που νιώθω ότι αποπνέει. Έχει όλα τα πλεονεκτήματα, που έχει η ζωή στο κέντρο της Ευρώπης (άμεση και εύκολη μετακίνηση εντός και εκτός χώρας, άμεση επικοινωνία και συναναστροφή με ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων), όλα τα πλεονεκτήματα της ζωής μιας μεγαλούπολης στη Γερμανία (τάξη, ασφάλεια – πράγματα που είναι πολύ κοντά στη δική μου ψυχοσύνθεση) και πολύ συμπαθείς και ευγενικούς ανθρώπους. Μου αρέσουν όλα εδώ. Δεν μου αρέσει, το ότι μου λείπει η οικογένειά μου, οι φίλοι μου και ο ελληνικός ήλιος.
Ποια είναι η σχέση σου με την Κατερίνη; Έχεις οικογένεια και φίλους εδώ; Σου αρέσει; κρατάς επαφές;
Είμαι πολύ δεμένη με τον τόπο μου. Εκεί μεγάλωσα, προπονήθηκα σκληρά, καθώς υπήρξα μέχρι την ενηλικίωση μου πρωταθλήτρια στο καράτε, ονειρεύτηκα και έβαλα τις βάσεις μου. Παλιότερα, ερχόμουν μόνο μία με δύο φορές το χρόνο, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα ευτυχώς, καθώς άρχισα να κινούμαι περισσότερο στην Ελλάδα καλλιτεχνικά και μου δίνεται η δυνατότητα να έρχομαι πιο συχνά. Έχω την οικογένειά μου στην Κατερίνη, ναι. Όλη, εκτός από τον αδελφό μου, που βρίσκεται στην Αμερική για τις σπουδές του αυτήν την περίοδο και μου λείπει πολύ, αλλά επικοινωνούμε καθημερινά, οπότε η απόσταση μικραίνει. Επαφές κρατάω, βεβαίως. Με φίλους από το σχολείο και από την μουσική κοινότητα της Κατερίνης. Ανήκω στους ανθρώπους που εκτιμούν βαθιά τα δώρα του παρελθόντος.
Η μουσική μπήκε στη ζωή σου από τότε που ήσουν μικρή… Μίλησέ μου για το ξεκίνημα σου και πώς έφτασες στο σήμερα; Θα ήθελα να μάθω και κάποιες ωραίες στιγμές σου ανά τα χρόνια, αυτές που εσύ θα χαρακτήριζες “milestones”!
Πράγματι. Ξεκίνησα να τραγουδάω από μικρό παιδί. Θα σου πω τρεις σύντομες και αστείες ιστορίες: Ήμουν το πολύ 5 (θυμάται η γιαγιά μου), έμενα πολύ συχνά στο χωριό τα Σαββατακύριακα. Μου άρεσε γενικά να δίνω <<συναυλίες>> και να τραγουδώ μπροστά σε κόσμο. Μια φορά, λοιπόν, ανέβηκα στην καρότσα του αγροτικού του παππού μου και έδωσα παράσταση, τραγουδώντας χιτ της εποχής. Επίσης σταματούσα τη μητέρα μου από τις δουλειές της, έβαζα ένα cd από live ηχογραφήσεις αγαπημένων μου καλλιτεχνών, της ζητούσα να καθίσει στον καναπέ και της τραγουδούσα όλο το άλμπουμ. Και τέλος, το πρώτο μου μικρόφωνο ήταν το αποσμητικό Rexona stick, το οποίο είχα βάψει ασημί. Ο θείος μου, έπαιζε ηλεκτρικό μπάσο, ήταν αυτοδίδακτος. Όσες φορές τον άκουσα θαύμασα την ευαισθησία του ήχου που έβγαζε και τον μινιμαλιστικό τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε το είδος το οποίο υπηρετούσε, το ελληνικό ροκ. Είχε μια κιθάρα και μου την χάρισε, γιατί είχε καταλάβει πως έχω μουσικές ανησυχίες. Έτσι στα 11 ξεκίνησα με την κλασική κιθάρα. Ήμουν μικρή ηλικιακά για τα μαθήματα τραγουδιού. Βέβαια, ένα χρόνο μετά, καθώς ήμουν σωματικά πολύ αναπτυγμένη για την ηλικία μου, ξεκίνησα μαθήματα κλασικού τραγουδιού στο Δημοτικό Ωδείο Κατερίνης. Στα 13 και επί ένα χρόνο πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα για τον ίδιο λόγο. Έπαιρνα την κλινάμαξα τότε, κάποια βράδια Παρασκευής, έφτανα στην Αθήνα νωρίς το πρωί, περίμενα στον ΟΣΕ για λίγο και μετά έπαιρνα τη γραμμή για Κηφισιά, όπου ζούσε η τότε δασκάλα μου. Και με τον ίδιο τρόπο γύριζα, ή έμενα για προπόνηση με την εθνική ομάδα του καράτε, μιας και συχνά κατεβαίναμε στην Αθήνα με τον πατέρα μου για τέτοιες υποχρεώσεις.
Εδώ νιώθω την ανάγκη να σου πω, ότι νιώθω ευγνωμοσύνη για την απόλυτη στήριξη και εμπιστοσύνη που μου έδειχναν οι γονείς μου σε αυτήν μου την επιλογή και η οποία συνεχίζεται αμείωτη ακόμη και σήμερα σε ό,τι κι αν κάνω.
Milestones ήταν για εμένα, η πρώτη μου μεγάλη συναυλία στα 16 με τίτλο <<Τραγουδάμε την ποίηση>> υπό την διεύθυνση του Ευθύμη Μαυρίδη, που ήταν δάσκαλός μου και με την βοήθεια και την καθοδήγηση του οποίου, πήρα μέρος σε πολλές συναυλίες ως σολίστ εντός και εκτός Ελλάδας και στον οποίο χρωστάω πολλά και πάντα εκτιμώ. Το ότι πέρασα χωρίς να ξέρω γερμανικά στην Βιέννη και μάλιστα το ότι με επέλεξε για την τάξη της η δασκάλα μου η Gabriele Lechner, που υπήρξε καλλιτεχνική παρτενέρ του Luciano Pavarotti. Η αρχή της σχέσης μου με τα ρεμπέτικα, η εκπροσώπηση της Ελλάδας σε ένα μεγάλο event στην Lanxess Arena στην Κολωνία, όπου τραγούδησα για 16.000 θεατές το <<Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά>>, η γνωριμία μου με την δασκάλα μου Αφροδίτη Πατουλίδου, η οποία με μεγάλη προσοχή και φροντίδα με καθοδηγεί στον κόσμο της όπερας και όχι μόνο και τελευταία, η τύχη μου να ερμηνεύσω την Ιφιγένεια του Χρήστου Κουτσίδη.
Στη Γερμανία συνεχίζεις κανονικά το τραγούδι και κάνεις και πολλά project… Πώς έφτασες από την όπερα στο ρεμπέτικο και γιατί το επέλεξες αυτό;
Ναι, συνεχίζω κανονικά, δε θα μπορούσε εξάλλου να γίνει αλλιώς. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο, γιατί φτάνεις σε ένα ξένο μέρος, δεν γνωρίζεις κανέναν μουσικό, πρέπει αρχικά να επιβιώσεις. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, τόσο περισσότερο άρχισα να μπαίνω κι εδώ ενεργά στον καλλιτεχνικό χώρο, σε διάφορες ομάδες. Για το ρεμπέτικο τώρα… Ήδη είχα αρχίσει να απομακρύνομαι από το κλασικό τραγούδι και να αναζητώ κι άλλους μουσικούς δρόμους μέσα από άλλα είδη και στυλ. Μου έλειπε τόσο πολύ η Ελλάδα σε κάποια περίοδο, που άρχισα να ψάχνω και την ελληνική παράδοση. Τα ακούσματά μου από παιδί. Το πνεύμα μου γενικά ήταν και είναι αρκετά ανήσυχο. Δε μπορούσα και δε μπορώ να δεχτώ, ότι θα κάνω μόνο κλασικό. Η προσωπικότητά μου είναι έτσι. Δεν θέλω να περιορίζομαι. Μου αρέσει η ελευθερία. Το ρεμπέτικο, έγινε τραγουδιστικά η ελευθερία μου. Είναι ένα πάρα πολύ απαιτητικό είδος, με δικιά του τεχνική, την οποία δεν σου την μαθαίνει κάποιος. Επίσης, δεν τραγουδιέται εύκολα, ειδικά αν προέρχεσαι από τον χώρο του κλασικού. Στην αρχή δεν ήμουν ικανοποιημένη με τον ήχο μου στα ρεμπέτικα. Αλλά δεν το σταμάτησα. Μου έλειπε να τραγουδήσω με την καλή πενιά που λέμε. Αποφάσισα ότι θα το καταφέρω. Και νιώθω μεγάλη ικανοποίηση μέχρι εδώ, γνωρίζοντας πάντα, ότι έχω πολλά ψωμιά ακόμα να φάω. Είναι πολύ απελευθερωτικό, σαν γυναίκα, να είσαι ρεμπέτισσα. Στη ζωή μου δε ζω καθόλου ρεμπέτικα. Το αντίθετο θα έλεγα. Απλά, αυτός ο δυναμισμός της γυναίκας της εποχής του ρεμπέτικου είναι μέσα μου, όπως και η μουσική αυτή.
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ….