Η πόλη ήταν σε συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ το 354 π.Χ. – «Η Μεθώνη είναι η Θεσσαλονίκη πριν τη Θεσσαλονίκη στον Θερμαϊκό κόλπο»
Το ασφαλές λιμάνι, η γειτνίασή της με τον οδικό άξονα βορρά-νότου, τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού και τα σπάνια για τη Μακεδονία δημόσια αρχαϊκά κτήρια, καθιστούν την αρχαία Μεθώνη μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας.
Χτισμένη στη βόρεια Πιερία, κοντά στο σημερινό δέλτα του ποταμού Αλιάκμονα, βόρεια του Ολύμπου, η αρχαία Μεθώνη ήταν σε συνεχή κατοίκηση από τη νεότερη Νεολιθική Εποχή (περίπου 4.000 π.Χ.) μέχρι την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας το 354 π.Χ.
Το βόρειο λιμάνι της Μεθώνης ήταν το ασφαλέστερο σε ολόκληρο τον Θερμαϊκό κόλπο, γεγονός που σε συνδυασμό με την άμεση πρόσβαση του οικισμού στον βασικό οδικό άξονα Βορρά-Νότου, προσέδωσε στην πόλη μια ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία. Ήταν ένα μεγάλο παραγωγικό κέντρο, με δυνατότητες επαφών με την κεντρική και τη δυτική Μακεδονία, αλλά και την ενδοχώρα της Βαλκανικής, όπως αναφέρει ο αρχαιολόγος Μάνθος Μπέσιος, που έχει πραγματοποιήσει πολύχρονες ανασκαφές και έχει αναδείξει τη σπουδαία αυτή αρχαιολογική θέση.
Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως οχυρωματικές επιχώσεις και ισχυρή τοιχοποιία, αλλά και πλήθος κτηρίων κάποια από τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για την παραγωγική δραστηριότητα της περιοχής και της εποχής, όπως σιδηρουργείο και εργαστήρια μουσικών οργάνων και υαλουργίας.
Σύμφωνα με τον κ. Μπέσιο στην αρχαία Μεθώνη «έχουμε την ευτυχή συγκυρία για πρώτη φορά να διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση πρώιμες μνημειακές κατασκευές, κάτι αδιανόητο για την βόρεια Πιερία λόγω της έλλειψης λατομείων στην ευρύτερη περιοχής της. Κυρίως όμως πρέπει να τονισθεί ότι έχουμε για πρώτη φορά αρχαϊκά δημόσια κτήρια στην Κάτω Μακεδονία».
Στις πηγές η Μεθώνη εμφανίζεται ως μια από τις αρχαιότερες αποικίες στο Βόρειο Αιγαίο, που ιδρύθηκε από Ερετριείς, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από την Κέρκυρα περίπου το 733/2 π.Χ. Οι πρώτοι άποικοι βρήκαν εκεί πλούσιες πηγές πρώτων υλών, όπως ξυλεία και μέταλλα, αλλά κι ένα λιμάνι προστατευμένο από τους νότιους ανέμους κι ως εκ τούτου ασφαλές αγκυροβόλιο για πλοία από όλο το Αιγαίο. Εκτός από τα θαλάσσια δίκτυα επικοινωνίας, η πόλη εξασφάλιζε και πρόσβαση οδικώς στη μακεδονική ενδοχώρα, την Ήπειρο και τα Βαλκάνια. Κι έτσι από τη θέση αυτή ανάμεσα στο Αιγαίο και την αχανή μακεδονική και βαλκανική ενδοχώρα, εξυπηρετούσε τη μετακίνηση εμπορευμάτων, ανθρώπων και ιδεών.
Από την αρχή της παρουσίας των Ερετριέων, η Μεθώνη εξελίχθηκε σε ένα κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο, όπου έμποροι από όλο τον τότε γνωστό κόσμο μετέφεραν τα προϊόντα τους. Τα εμπορεύματα προέρχονταν από την Αθήνα, την Κόρινθο, τα νησιά του Αιγαίου, πολλές περιοχές της ανατολικής Ελλάδας και την Ανατολή, ενώ υπήρχαν εμπορικές σχέσεις και με τους Φοίνικες, όπως μαρτυρούν φοινικικοί αμφορείς -πιθανόν για τη μεταφορά κρασιού-, οι πρώτοι που βρέθηκαν στον βορειοελλαδικό χώρο.
Ταυτόχρονα, η Μεθώνη ήταν κι ένα σημαντικό βιοτεχνικό κέντρο κι αυτό το αποδεικνύουν ευρήματα από εργαστήρια χρυσού, χαλκού, σιδήρου, ελεφαντόδοντου και πηλού ενώ από τον 5ο αιώνα π.Χ. αποτελούσε μέρος της αθηναϊκής συμμαχίας και προμήθευε τους Αθηναίους με ξυλεία κατάλληλη για την κατασκευή κουπιών για τις τριήρεις.
Οι Έλληνες μέσα από τις επιγραφές της Μεθώνης
Ο καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Επιγραφικής του Α.Π.Θ., Γιάννης Τζιφόπουλος, ο οποίος μελέτησε έναν μεγάλο αριθμό κεραμικών με επιγραφές, αναφέρει ότι στην αρχαία Μεθώνη κατοικούσαν ‘Έλληνες από διάφορες περιοχές που χάραζαν με διαφορετικούς τρόπους τη γραφή. Η σημαντικότητα αυτών των επιγραφών εξηγείται επειδή αφενός τα περισσότερα από τα πήλινα σπαράγματα χρονολογούνται περίπου μεταξύ 730 και 690 π.Χ., εποχή από την οποία σώζονται ελάχιστα παραδείγματα ελληνικής γραφής και αφετέρου γιατί στη Μακεδονία ενεπίγραφα ευρήματα, εγχάρακτα ή γραπτά, είναι εξαιρετικά σπάνια.
Εκεί βρέθηκε το αρχαιότερο συμποτικό επίγραμμα (περ. 700-680 π.Χ.), ενώ είναι μοναδικό το γεγονός ότι υπάρχουν ευρήματα ελληνικής που δείχνουν ότι χρησιμοποιούνταν την ίδια εποχή και οι δυο τρόποι γραφής, από τα δεξιά προς τα αριστερά και το αντίθετο. Ξεχωριστό από τα ευρήματα είναι ένα κρασοπότηρο που ανήκε στον Ακέσανδρο (όπως αναγράφεται πάνω) και φέρει ένα αυτοσχέδιο στιχάκι το οποίο είναι το πρώτο που έχει βρεθεί γραμμένο σε ιαμβικό ρυθμό.
Σύμφωνα με τον κ. Τζιφόπουλο, ενώ θρύλοι αποδίδουν το όνομα της πόλης σε μυθικούς οικιστές, όπως ο πρόγονος του Ορφέα, Μέθων, ή το θεωρούν παράγωγο της μέθης, λόγω του τοπικού οίνου, η ρίζα του ίσως σχετίζεται με το ρήμα μεθίημι (αφήνω, χαλαρώνω, απελευθερώνω) και η σημασία τού με έναν τόπο “απελευθέρωσης” από τη ναυτική ζωή. Ένα απόσπασμα από τον Θεόπομπο (Στράβ. 8.6.15) αναφέρεται στη Μεθώνη ως ὑλήεσσα, δηλαδή δασωμένη, στο πλαίσιο αιτήματος των ναυστολόγων του Αγαμέμνονα για την επισκευή των πλοίων της Τρωικής Εκστρατείας, αίτημα το οποίο οι κάτοικοι της Μεθώνης αρνήθηκαν και οι ναυστολόγοι τους καταράστηκαν.
Μετά τους Περσικούς Πολέμους, η τύχη της Μεθώνης ήταν στενά συνδεδεμένη με το γειτονικό και αντίπαλο λιμάνι της Πύδνας και με τον επεκτατισμό των Αθηνών και του μακεδονικού βασιλείου.
Οι τοπικές πρώτες ύλες, όπως ξυλεία και πίσσα, αλλά και τα ορυκτά γύρω από τον Θερμαϊκό Κόλπο, στη Χαλκιδική και στη Θράκη, καθιστούσαν τη Μεθώνη σημαντικό σύμμαχο για τους Αθηναίους κι έτσι εμφανίζεται τη δεκαετία του 420 π.Χ. ως μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας. «Τέσσερα ψηφίσματα της δεκαετίας αυτής υπογραμμίζουν τη δύσκολη θέση της Μεθώνης, παγιδευμένης ανάμεσα σε Μακεδονία και Αθήνα και ορίζουν ειδικές οικονομικές διευκολύνσεις ώστε η πόλη να παραμείνει πιστή στους Αθηναίους», επισημαίνει στην έρευνά του ο κ. Τζιφόπουλος.
Το 357 π.Χ., ο Φίλιππος της Μακεδονίας κατέλαβε την Πύδνα και η Μεθώνη ήταν πλέον το μόνο λιμάνι κοντά στις Αιγές και την Πέλλα που δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχό του. Τρία χρόνια αργότερα, το 354 π.Χ., ο Φίλιππος, μετά από μια συντριπτική ήττα σε βάρος του διεκδικητή του βασιλείου Αργαίου, ο οποίος υποστηριζόταν από 3.000 Αθηναίους οπλίτες που είχαν αποσταλεί στη Μεθώνη, πολιόρκησε την πόλη ,ώστε να κρατήσει τον αθηναϊκό στόλο έξω από τον Θερμαϊκό Κόλπο. Στις σκληρές μάχες φέρεται να έχασε ο Φίλιππος το ένα του μάτι, ενώ μετά τη νίκη του κατέστρεψε την πόλη, απέλασε τους κατοίκους και στη βορειοδυτική πλευρά εγκαταστάθηκαν Μακεδόνες, στους οποίους ο βασιλιάς μοίρασε τη γη.
Η θέση του νέου μακεδονικού οικισμού απέδωσε επιφανειακά ευρήματα, όπως θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών (παραστάδων) και βοτσαλωτά δάπεδα καταστραμμένα από την άροση των αγρών. Τμήμα ενός μαρμάρινου ανδρικού αγάλματος από την περιοχή και ένα θραύσμα στήλης παραπέμπουν σε κάποιο κοντινό ιερό, ενώ επιφανειακά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός αυτός κατοικούνταν ως και τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια. Η κατοίκηση σε έναν άλλο μακεδονικό οικισμό στη θέση «Παλαιοκαταχάς» διήρκησε ακόμα περισσότερο, από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως και τον 19ο αιώνα μ.Χ.
Ένα ογκώδες δίτομο έργο για τη Μεθώνη
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ένα ογκώδες -1600 σελίδων- δίτομο έργο για τις ανασκαφές στη Μεθώνη την περίοδο 2003-2013. Μέσα από κείμενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό οι επιστήμονες φωτίζουν την ιστορία της σπουδαίας αυτής αρχαίας πόλη, η οποία αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια και βιοτεχνικά κέντρα του Βόρειου Αιγαίου.
Την επιμέλεια της έκδοσης έχει ο Ελληνοαυστραλός καθηγητής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες (UCLA), Τζον Παπαδόπουλος, ο οποίος συμμετείχε στις ανασκαφές και είναι αυτός που είπε πως «η Μεθώνη ήταν η Θεσσαλονίκη πριν τη Θεσσαλονίκη στον Θερμαϊκό Κόλπο». Σήμερα ο Τζον Παπαδόπουλος είναι συντονιστής στις ανασκαφές που πραγματοποιεί η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, ενώ συνεπιμελητής της έκδοσης για τη Μεθώνη είναι η Σάρα Μόρρις, επίσης καθηγήτρια στο UCLA.
Μαρία Ριτζαλέου.