Γράφει ο Τζιόλας Ιωάννης
Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται η μέρα της ζωής και του θανάτου. Σε μερικά χωριά της Μακεδονίας, οι αγρότες δεν μάζευαν τη σοδειά τους, γιατί φοβόντουσαν ότι οι καρποί της γης, θα φέρουν το θάνατο, μέσα στο σπίτι τους. O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.
Τα κάλαντα για το Σάββατο του Λαζάρου, τραγουδιόντουσαν σε ελάχιστες περιοχές και τα τραγουδούσαν μόνο κοπέλες διαφόρων ηλικιών, που τις έλεγαν “Λαζαρίνες“. Σήμερα (δυστυχώς) σε πολύ λίγες περιοχές της πατρίδας μας, τραγουδιούνται ακόμη τα “Λαζαριάτικα κάλαντα”. Τα λόγια του τραγουδιού, αναφέρονται συνήθως στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι μέτρια στιχουργήματα.
Την ημέρα αυτή, ο ελληνικός λαός γιορτάζει την «Έγερση» του φίλου του Χριστού, του «αγέλαστου» Λάζαρου. Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο, άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, σύμφωνα με την παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.
Όταν (στο αρχαίο Κίτιο της Κύπρου) είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά, είπε : «Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;» και χαμογέλασε.
Την ημέρα του Λαζάρου, τα παιδάκια στην παλαιά Λεπτοκαρυά, γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα «λαζαρικά», για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού, αλλά και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους.
Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας στο χέρι τους ένα μικρό ψάθινο καλαθάκι και τραγουδούσαν τα παρακάτω κάλαντα:
«Ήρθ’η Λάζαρους, ήρθαν τα βάγια,
ήρθι η Κυριακή που τρών’τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρι και μην κοιμάσι
ήρθ’η μάνα σου από την πόλη
σήφιρι χαρτί κι κουμπουλόϊ».
Οι Λεπτοκαρίτισσες έδιναν στα παιδάκια διάφορα «καλούδια» όπως αυγά, χρήματα ή ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλανε για κάποιον, να πούνε πως “ήταν τσιγκούνης” τότε έλεγαν: «Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τ’ αγίου Λαζάρου».
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Λάζαρος ήταν τριάντα ετών το 33 μ.Χ. (όταν ο Χριστός τον ανέστησε εκ νεκρών). Ο Λάζαρος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο “ Κίτιο της Κύπρου”, γιατί οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι τον αναζητούσαν για να τον θανατώσουν.
Εκεί έζησε και άλλα τριάντα χρόνια και «κοιμήθηκε» γύρω στο 63 μ.Χ. σε ηλικία εξήντα ετών. Στο “αρχαίο Κίτιο” λοιπόν, τον συνάντησαν οι Απόστολοι Παύλος & Βαρνάβας, όταν ήρθαν στην Κύπρο το 45 μ.Χ. και τον χειροτόνησαν «πρώτο Επίσκοπο Κιτίου».
Εποίμανε το ποίμνιό του για δεκαοχτώ χρόνια (45-63 μ.Χ.) οπότε «κοιμήθηκε» για δεύτερη φορά και ετάφη στο “Κίτιο” (σημερινή Λάρνακα) εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο βυζαντινός ναός του.
Ο “ναός του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα” ήταν από πολύ παλιά, γνωστός στο χριστιανικό κόσμο και αποτελούσε, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, απαραίτητο συμπλήρωμα στο προσκύνημα των Αγίων Τόπων.
Αρκετές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ» και από το προσωπικό μου αρχείο.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος – αρχαιολόγος