Το θέμα της καταφάσεως ή της αρνήσεως, αντιστρόφως, της ύπαρξης νομιμότητας σε δεδομένη τηλεφωνική παρακολούθηση από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) του νυν Προέδρου του ΚΙΝΑΛ και τότε Ευρωβουλευτή Ν. Ανδρουλάκη είναι ένα μερικότερο μεν και πρωταρχικό θέμα της ευρύτερης ανατάραξης που προεκλήθη στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας από το άνω γεγονός, αυτό καθεαυτό, αλλά φρονώ ότι είναι σημαντικό να αναλυθεί, μιας που, συν τοις άλλοις, έφερε στο προσκήνιο και τη σφοδρή επιχειρηματολογική αντιπαράθεση δύο κορυφαίων νομικών (πρώτα από όλα) και παραγόντων της πολιτικής ζωής του τόπου, του κ. Γεραπετρίτη και του κ. Βενιζέλου.
Αφού, λοιπόν, υπενθυμίσω ότι η εξέταση της νομιμότητας της τηλεφωνικής παρακολούθησης αφορά μόνο τις ενέργειες της ΕΥΠ και όχι την απόπειρα παγίδευσης του κ. Ανδρουλάκη μέσω του λογισμικού ‘‘Predator’’, μια απόπειρα για την οποία ο τότε Ευρωβουλευτής ενημερώθηκε από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είναι ασφαλώς, χωρίς καμία και από κανέναν αμφισβήτηση, αυτονοήτως παράνομη, στέκομαι καταρχάς σε αυτά που είπε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τη Δευτέρα, 8/8/2022, στη δημόσια δήλωσή του: ‘‘Πριν από λίγες μέρες, ενημερώθηκα ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, και ενόσω ήταν ακόμα Ευρωβουλευτής, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προβεί σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη. Η διαδικασία είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από τον νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχτηκε ο κ. Ανδρουλάκης πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ’’.
Τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού περί καταφάσεως της νομιμότητας της τηλεφωνικής παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη αμφισβήτησε έντονα και δηκτικά ο πρώην Υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος υποστηρίζοντας τα εξής: ‘‘Οι υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντ., είτε με συμβατικές είτε με εξελιγμένες τεχνικές μεθόδους είτε με τη σατανική σύμπτωση και των δυο, συνιστούν πρωτίστως αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». (ίδετε τη δήλωση του https://www.evenizelos.gr/mme/statementsgr/454-statements2022/6729-dilosi-evaggelou-venizelou-gia-to-zitima-tis-parakoloythisis-tilefonikon-synomilion.html)
Νομίζω, έπειτα από τα παραπάνω, ότι καταρχάς πρέπει να καταγραφούν, ως ούσα η μείζονα πρόταση του συλλογισμού μας, η εγχώρια συνταγματική διάταξη και οι διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ) που αφορούν στο απόρρητο των επικοινωνιών.
Κατά το άρ. 19 του Συντάγματός μας, λοιπόν, “Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστα. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται για λόγους Εθνικής ασφάλειας, ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων”.
Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προβλέπεται: ‘‘1. Παν πρόσωπον δικαιούται στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίον, σε μία δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων’’.
Εν τέλει, το άρθρο 7 του ΧΘΔΕΕ ορίζει: ‘‘Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του’’.
Γίνεται άμεσα αντιληπτό, επομένως, ότι σε επίπεδο Συντάγματος αλλά και ευρωπαϊκών Συνθηκών, που, ως επικυρωμένες από την Ελληνική Βουλή, διαθέτουν κατά το Σύνταγμά μας ανώτατη τυπική νομική ισχύ, τίθεται ξεκάθαρα τόσο αρχικώς ο (απαγορευτικός) κανόνας ή άλλως ο πυρήνας του συγκεκριμένου θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, όσο, και σε (ορατή) παραλληλία, και το πλέγμα εκείνων των προϋποθέσεων που οδηγούν σε ‘‘κάμψη’’, όπως θα έλεγε ο κ. Βενιζέλος, ή άλλως σε ‘‘περιορισμό’’, όπως θα έλεγαν οι λοιποί Συνταγματολόγοι, της ενάσκησης και απόλαυσης του ουσιαστικού περιεχομένου της επίμαχης, κομβικής συνταγματικής ελευθερίας.
Εν συνεχεία, σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου (δηλ. στο επίπεδο της κείμενης νομοθεσίας) ο βασικός, ‘‘εκτελεστικός’’ όπως καλείται στο Συνταγματικό Δίκαιο, νόμος, ήτοι ο Ν. 2225/1994 για το απόρρητο των επικοινωνιών ορίζει, όσον αφορά την ουσία και τη διαδικασία ‘‘κάμψης’’ της άνω συνταγματικής ελευθερίας, τα ακόλουθα (άρθρο 3): ‘‘1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.
2. Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση, εκτός αν στην αιτούσα αρχή, με βάση διάταξη νόμου και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου έχει ήδη αποσπασθεί και υπηρετεί με αποκλειστική απασχόληση συγκεκριμένος εισαγγελικός λειτουργός, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η ανωτέρω αίτηση υποβάλλεται σε αυτόν. Ο πιο πάνω, κατά περίπτωση, αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του στην οποία περιέχονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη.»
Εν συνεχεία, στο άρθρο 5 του άνω Νόμου προσδιορίζονται με μακροσκελή αναφορά τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η εισαγγελική διάταξη για την άρση συγκεκριμένου τηλεπικοινωνιακού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και συν τοις άλλοις προβλέπεται και η υποχρέωση μετάδοσης με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα (αυτό που στη διεθνή ορολογία καλείται ‘‘end to end encryption’’) της εν λόγω διάταξης στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).
Παράλληλα, στο άρθρο 5 του Ν. 3649/2008 για την ΕΥΠ καταφάσκεται: ‘‘Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Υ.Π., το προσωπικό της: β. Ενεργεί, ύστερα από διάταξη του εισαγγελικού λειτουργού της παραγράφου 3 του παρόντος και τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3115/2003, άρση απορρήτου επιστολών και τηλεφωνικής ή άλλης επικοινωνίας, καθώς και καταγραφή δραστηριότητας προσώπων με ειδικά τεχνικά μέσα και ιδίως με συσκευή ήχου και εικόνας εκτός κατοικίας.
[Με βάση δε την από 9/8/2022 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου: ‘‘Η διάταξη αυτή υποβάλλεται προς έγκριση μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. Η ισχύς της διάταξης αρχίζει από την έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών’’]’’.
Στη δε Ε.Υ.Π. αποσπάται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ένας εισαγγελικός λειτουργός για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την τριετία, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεων της, που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασκεί όσες άλλες Αρμοδιότητες του ανατίθενται με διατάξεις του άνω νόμου.
Εν τέλει, όσον αφορά την ΑΔΑΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6§1 περιπτ. στ) του Ν. 3115/2003: ‘‘Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 2225/1994, η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών’’.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι (και δη ήδη από το 1994) απολύτως διασαφηνισμένα και μάλλον μέχρι τούδε ουδόλως αμφισβητούμενα. Ο κ. Βενιζέλος όμως, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα της Δήλωσής του που αυτολεξεί παρέθεσα, προβάλλει μια εντελώς διαφορετική οπτική, ισχυριζόμενος αντισυνταγματικότητα και παρανομία της παρακολούθησης Ανδρουλάκη επί τη βάσει της διάταξης του αρ. 61§3 του Συντάγματος.
Καταρχάς, σύμφωνα με το άρ. 61§1 του Συντάγματος: ‘‘Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων’’, ενώ με βάση την §3 του άνω άρθρου: ‘‘Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ` αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε’’.
Δεδομένου δε ότι ο κ. Ανδρουλάκης ήταν κατά το διάστημα της παρακολούθησής του Ευρωβουλευτής, συνταυτίζοντας το καθεστώς του Ευρωβουλευτή με αυτό του εγχώριου Βουλευτή (όντως σύμφωνα με το άρ. 9 του Πρωτοκόλλου 7 της ΣΛΕΕ: ‘‘Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν: α) εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους’’), επιχειρεί να μας πείσει ότι η παρακολούθηση του εν λόγω πολιτικού προσώπου δεν είχε ούτε καν νομιμοφάνεια.
Η σύγχυση του κ. Βενιζέλου όμως είναι προφανής. Το πεδίο του λεγόμενου ‘‘ακαταδίωκτου’’ του Έλληνα Βουλευτή (όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στο άρθρο 61 του Συντάγματος) και το πεδίο της διερεύνησης για λόγους εθνικής ασφάλειας των επικοινωνιών στις οποίες προβαίνει ο Βουλευτής, είναι δύο πεδία όχι κατά ανάγκη αλληλοσχετιζόμενα και δομικώς συμπλέοντα, όπως θέλει ο κ. Βενιζέλος, αλλά δύο πεδία νομικώς και νοηματικώς διακριτά και ένεκα της αυθυπαρξίας τους μη (κατ’ ανάγκη) εφαπτόμενα.
Η γραμματική διατύπωση, άλλωστε, της κείμενης νομοθεσίας (όπως την κατέγραψα παραπάνω) δεν αφήνει χώρο για ευέλικτες προσεγγίσεις και ερμηνευτικές υπερεκτάσεις. Αν ο νομοθέτης, όταν συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας, ήθελε να ‘‘παρακολουθούνται’’ μόνο πολίτες ή νομικά πρόσωπα και όχι πολιτικοί, τότε ο ίδιος θα έθετε τους τελευταίους στο ‘‘απυρόβλητο’’ με ρητή πρόβλεψή του. Ο Βουλευτής, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο κ. Βενιζέλος, παρακάμπτοντας την κοινή λογική, να λογίζεται a priori και ακρίτως ότι δεν μπορεί να λειτουργεί επί ζημία της εθνικής ασφάλειας. Γι’ αυτό και εν προκειμένω δεν έχει (και ούτε είχε ποτέ επί του θέματος) extra προστασία από τον νομοθέτη σε σχέση με τον απλό πολίτη. Η προστασία που εκ του Συντάγματος απολαμβάνει, όπως είπα παραπάνω το λεγόμενο ‘‘ακαταδίωκτο’’ του άρθρου 61 του Συντάγματος, αφορά το συγκεκριμένο εκ του θεσμικού του ρόλου λειτουργικό του πλαίσιο και ‘‘καθηκοντολόγιο’’ και σταματά εκεί, δεν επεκτείνεται σε συμβάντα ή εξελίξεις που δυνητικά ή πρακτικά κείνται εκτός της θεσμικής αποστολής του και πολύ παραπάνω ενδέχεται να αφορούν ή όντως αφορούν το απολύτως κρίσιμο για την εθνική επιβίωση πεδίο της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης.
Ο Άρειος Πάγος (ΑΠ), επ’ αυτού είναι σαφής (και θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό ο κ. Βενιζέλος): ‘‘Η ελευθερία αυτή (εννοεί την ελευθερία του Βουλευτή κατά άρ. 61 Συντ.) καθιερώνεται μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δηλαδή κατά τη συμμετοχή του στις εργασίες της Βουλής, ή των διαφόρων Επιτροπών αυτής……. Οι ανωτέρω διατάξεις (δηλ. οι διατάξεις του άρ. 61 Συντ) καλύπτουν μόνο τη γνώμη ή ψήφο που έδωσε ο βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δηλαδή ή κατά την πρόταση νόμου, ή την τροπολογία που υποβλήθηκε στη Βουλή, ή σε έκθεση ή εισήγηση που υποβλήθηκε στη Βουλή ή κατά τις εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών ή κατά τις αγορεύσεις του στις συνεδριάσεις της Βουλής ή στις Επιτροπές ή κατά την κατάθεση ερωτήσεων ή επερωτήσεων και γενικώς σε όλες τις περιπτώσεις που εκφράζεται ο βουλευτής με τη βουλευτική του ιδιότητα.
Το ανεύθυνο δεν καλύπτει πράξεις που ενήργησε ο βουλευτής εκτός των καθηκόντων του, όπως είναι οι απόψεις που εκφράζει σε ιδιωτικές ή δημόσιες συζητήσεις, με εκλογείς του ή άλλους βουλευτές, ή ενώπιον οπαδών ή οργάνων του κόμματος, καθώς και αξιόποινες πράξεις, έστω και εάν τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι οποίες δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της γνώμης ή της ψήφου. Για τις πράξεις αυτές ισχύει το επόμενο άρθρο 62 παρ 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται, ούτε με άλλον τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος, εκτός εάν κατά την παράγραφο 4 πρόκειται για αυτόφωρα κακουργήματα’’. (ΑΠ 1322/2021)
Είναι φανερό, επομένως, ότι, εφόσον τηρήθηκαν όλα όσα προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία (και το τονίζω αυτό ιδιαιτέρως), η από την ΕΥΠ τηλεφωνική παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, ασχέτως των εντυπώσεων ή των πολιτικών συνεπειών που κάποιοι επιθυμούν να συνεπιφέρουν, είναι μια de lege lata νόμιμη ενέργεια.
Και γενικά η παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών κάποιου προσώπου (ανεξαρτήτως αν αυτός είναι πολιτικός ή όχι) εφόσον φυσικά καταφάσκονται κάθε φορά in concreto σπουδαίοι λόγοι εθνικής ασφάλειας, λόγοι που έχουν να κάνουν με υπαρξιακά ζητήματα του κράτους, με τη δημοκρατική ομαλότητα και σταθερότητα και την εξουδετέρωση εθνικών απειλών ή κινδύνων, όπως έχει δείξει η πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δυστυχώς δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ περαιτέρω αλλά νομικοί και μη δείτε, εφόσον θέλετε να εντρυφήσετε περαιτέρω πάνω στο κρίσιμο θέμα: https://www.echr.coe.int/documents/fs_mass_surveillance_eng.pdf και https://www.echr.coe.int/Documents/Research_report_national_security_ENG.pdf), μπορεί να εκλαμβάνεται σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αν (αυτή η παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών κάποιου προσώπου) λαμβάνει χώρα υπό την αυστηρή και στενά ερμηνευόμενη τήρηση της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας, διεξάγεται για την πλήρωση ενός νόμιμου και εθνικής σημασίας σκοπού και σέβεται και εφαρμόζει απολύτως την αρχή της αναλογικότητας.
Ο κ. Βενιζέλος, πάντως, μετά τη στέρεα δομημένη και με ‘‘τετράγωνη’’ λογική τοποθέτηση επί του πολύκροτου θέματος του κ. Γεραπετρίτη (https://www.protothema.gr/politics/article/1272748/gerapetritis-apada-ston-venizelo-gia-tin-arsi-aporritou-epikoinonion/) την οποία προσωπικά προσυπογράφω, επανήλθε παρατηρώντας: ‘‘Ακόμη συνεπώς και χωρίς συνεκτίμηση του βουλευτικού απορρήτου η κυβερνητική θέση είναι αθεράπευτα αντιφατική. Η ενέργεια της ΕΥΠ ή ήταν νόμιμη επειδή πληρούσε τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και άρα κακώς απελύθη ο διοικητής της, ή ήταν παράνομη επειδή δεν συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις’’. (https://www.cnn.gr/politiki/story/324031/nea-paremvasi-venizeloy-gia-parakoloythiseis-meizon-atopima-kai-varia-prosvoli-toy-syntagmatos)
Θυμίζω, ωστόσο, κατά πρώτον ότι ο τέως Διοικητής της ΕΥΠ (αναφέρομαι στον κ. Κοντολέοντα) δεν ‘‘απελύθη’’, όπως ισχυρίζεται ο κ. Βενιζέλος, αλλά παραιτήθηκε και κατά δεύτερον ότι παύθηκε, εν πάση περιπτώσει, από τα καθήκοντά του προφανώς όχι επειδή η ΕΥΠ στην προκείμενη περίπτωση δεν τήρησε τη νομιμότητα, έτσι όπως αυτή σκιαγραφήθηκε παραπάνω, αλλά διότι πρωτίστως υπήρξαν διαρροές για τη δράση της στην υπόθεση και κυρίως διότι δεν ενημερώθηκε ο Πρωθυπουργός.
Το όλο ζήτημα, παραταύτα, είναι εξόχως πολιτικό, ενέχει εθνικές και θεσμικές διαστάσεις και η διαδικαστική νομιμότητα της παρακολούθησης του εν λόγω πολιτικού συνιστά ασφαλώς μία από τις πτυχές του, χωρίς να είναι και η ‘‘ταμπακιέρα’’ του. Οι επιπρόσθετες νομικές δικλείδες που τέθηκαν με τη χθεσινή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως, κατά την άποψη μου, επείγει και δεν αναβάλλεται και η ενίσχυση και θωράκιση του θεσμικού, εποπτικού και ουσιαστικού ρόλου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ιδίως όταν οι ‘‘κάμψεις’’ του απορρήτου των επικοινωνιών αφορούν πολιτικά πρόσωπα. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ενωμένοι, ει δυνατόν, πρέπει να κατασφαλίσουμε την ομαλή δημοκρατική ροή του πολιτικού βίου στη χώρα. Οι καιροί, εξάλλου, είναι δύσκολοι…
Κατερίνη, 10/8/2022
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science