Η Απελευθέρωση του Κολινδρού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι οι πόλεμοι που έγιναν το 1912-13, αρχικά από τα σύμμαχα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο, εναντίον της Τουρκίας για την απελευθέρωση των υποδούλων ακόμη ομοεθνών τους (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) και στη συνέχεια από την Ελλάδα και τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, εξ αιτίας των επιθετικών ενεργειών της σε βάρος των πρώην συμμάχων της (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος).
Η Ελλάδα εξήλθε από τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους με αυξημένο το στρατιωτικό γόητρό της και έχοντας πραγματοποιήσει αρκετές από τις εθνικές διεκδικήσεις της.
Κατά τη διάρκεια αυτών των πολέμων απελευθερώθησαν σημαντικά εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, καθώς και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου πελάγους.
Η Δυτική Θράκη, αν και απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, τελικώς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913) με την οποία τερματίσθηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία.
Το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα διπλάσια σε έκταση και πληθυσμό’ από τα 64.000 τετρ. χιλ. έφθασε τα 120.000 τετρ. χιλ. και από τα 2,8 εκατομ. έφθασε τα 5 εκατομ. κατοίκους.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου ο Κολινδρός, μετά από 5 αιώνες τουρκικής σκλαβιάς ανέκτησε την ελευθερία του.
Πριν θυμηθούμε ορισμένες λεπτομέρειες που αφορούν την απελευθέρωση του Κολινδρού, ας δούμε πώς η νικημένη και ντροπιασμένη από τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 Ελλάδα, κατόρθωσε σε 15 έτη να καταστεί δυνατή και να πετύχει όσα πέτυχε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Η εθνική ταπείνωση της ήττας, υπήρξε ταυτόχρονα και σωτήριο δίδαγμα για τους Έλληνες.
Κατενοήθη ότι βασικός λόγος της ήττας ήταν ότι η χώρα εισήλθε στον πόλεμο χωρίς να έχει προηγηθεί η αναγκαία προετοιμασία.
Η έλευσις του 20ου αιώνος βρήκε την Ελλάδα πληγωμένη από τον «ατυχή πόλεμο», αλλά περισσότερο «σοφή» ώστε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του νέου αιώνος.
Έγινε κατανοητή η αναγκαιότης αναδιοργανώσεως και ενδυναμώσεως του στρατού.
Το 1900 ψηφίσθηκε από τη Βουλή ο Νόμος περί ¨Γενικής Διοικήσεως του Στρατού¨.
Επικεφαλής της Ανωτάτης αυτής Αρχής τοποθετήθηκε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ο Γενικός Επιθεωρητής Στρατού.
Ο θεσμός αυτός επέφερε κάποια βελτίωση στο στράτευμα, αφού απάλλαξε τους Αξιωματικούς από την επίδραση της πολιτικής, καθ’ ότι οι τοποθετήσεις, οι μεταθέσεις και το σπουδαιότερο οι προαγωγές των Αξκών περιήλθαν στη Γενική Διοίκηση.
Το 1904 ψηφίσθηκε ο Νόμος ¨Περί οργανώσεως του Στρατού¨ με τον οποίο προβλεπόταν η εν καιρώ πολέμου δημιουργία Στρατού 60.000 ανδρών.
Βεβαίως ο αριθμός αυτός ήταν τελείως ανεπαρκής για τη διεκδίκηση των Εθνικών δικαίων σε περίπτωση πολεμικής αναφλέξεως στη Βαλκανική, καθ’ ότι οι Σέρβοι μπορούσαν να επιστρατεύσουν 150.000 άνδρες, ενώ οι Βούλγαροι άνω των 250.000, θεωρούμενοι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων».
Στην Κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη οφείλεται η αρχική οργάνωση του μικρού αλλά συγκροτημένου στρατού ο οποίος χρησίμευσε ως πυρήν για τη δημιουργία κατόπιν του στρατού των 10 Μεραρχιών ο οποίος μεγαλούργησε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Όμως η ουσιαστική ανασυγκρότησις του στρατού πραγματοποιήθηκε μετά την Επανάσταση του 1909 στο Γουδί από τον ¨Στρατιωτικό Σύνδεσμο¨.
Μετά την προμήθεια των τυφεκίων Μάνλιχερ που είχε γίνει επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη, ο ¨Στρατ. Σύνδεσμος¨ απεφάσισε την αντικατάσταση του πυροβόλου Κρουπ με το σύγχρονο πεδινό ταχυβόλο Σνάϊντερ-Κρουπ και το ορειβατικό Σνάϊντερ-Δαγκλή.
Παράλληλα έγιναν μεγάλες παραγγελίες σε πυρομαχικά και υλικά επιστρατεύσεως και άρχισε η κατασκευή έργων οχυρώσεως, αποθηκών, αποβαθρών, σιδηροδρόμων και άλλων έργων υποδομής.
Εκτός από την ενίσχυση του Στρατού ξηράς, προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει την θεωρουμένη ως απαραίτητη ναυτική υπεροχή, ελήφθη ιδιαιτέρα μέριμνα για την ενίσχυση του Στόλου.
Σημαντικότατο ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το θωρηκτό ¨Αβέρωφ¨, το οποίο καθελκύσθηκε το Φεβρουάριο 1910. Παραλλήλως, με ενέργειες του ¨Στρατιωτικού Συνδέσμου¨ ήλθε από την Κρήτη στην Αθήνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος στη συνέχεια σχημάτισε Κυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος θεωρώντας τον ΕλληνοΤουρκικό πόλεμο αναπόφευκτο, συνέχισε το έργο της Επαναστάσεως για την ανασυγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων.
Εντός του 1911 αφίχθη στην Ελλάδα Γαλλική στρατιωτική αποστολή, η οποία προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στην εκπαίδευση του Ελληνικού Στρατού.
Ο Βενιζέλος επεδίωξε την υπογραφή συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας με τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Με τη Βουλγαρία η επίτευξη συμφωνίας ήταν δύσκολη λόγω των εδαφικών διεκδικήσεών της στα Ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που θα απελευθερώνονταν από τον τουρκικό ζυγό.
Παρά ταύτα, η Ελλάδα απεφάσισε τελικώς να υπογράψει το Μάιο 1912 Συνθήκη αμυντικής συμμαχίας, χωρίς να γίνεται σ΄ αυτή οποιαδήποτε αναφορά στην τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν.
Η Συνθήκη προέβλεπε αμοιβαία συνδρομή και υποστήριξη σε περίπτωση που η μία απ΄αυτές θα προσβαλλόταν από την Τουρκία.
Το Σεπτέμβριο του 1912 λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών και Στρατιωτική Σύμβαση. Σύμφωνα μ’ αυτή, σε περίπτωση ΒουλγαροΤουρκικού πολέμου, η Ελλάδα ανελάμβανε την υποχρέωση να επιτεθεί στην Τουρκία με 120.000 στρατό και ολόκληρο το Στόλο της.
Η Βουλγαρία θα έκανε το ίδιο σε περίπτωση Ελληνο-Τουρκικού πολέμου με 300.000 στρατό.
Με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο έγιναν συνεννοήσεις, αλλά δεν συνήφθη Συνθήκη ή Στρατιωτική Σύμβαση. Μόνον όταν άρχισε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, οι δύο αυτές χώρες απεφάσισαν να στείλουν αντίστοιχα αντιπροσώπους στα Γενικά Στρατηγεία τους για το συντονισμό των Επιχειρήσεων.
Έτσι τα 4 χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο, βρέθηκαν στις αρχές φθινοπώρου 1912 συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την 30η Σεπτεμβρίου 1912 η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα επέδωσαν στην Τουρκία ταυτόσημη και επιτακτική διακοίνωση με την οποία την προσκαλούσαν να επιφέρει ριζικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, προκειμένου να ανακουφισθούν οι ομοεθνείς τους οι οποίοι ζούσαν εκεί.
Η Τουρκία, αντί να απαντήσει, δήλωσε την 3η Οκτωβρίου δια του Τύπου (μέσω του Υπουργού Εξωτερικών) ότι δεν πρόκειται να απαντήσει στη Βουλγαρία και τη Σερβία, και ότι ένα τέτοιο έγγραφο δεν μπορούσε παρά να απορριφθεί.
Την ίδια ημέρα ανεκάλεσε τους πρεσβευτές της στη Σόφια και το Βελιγράδι.
Η στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος ήταν διαφορετική.
Προφασιζόμενη ότι δεν έχει πάρει την Ελληνική διακοίνωση, δεν έδωσε απάντηση.
Αντιθέτως, προσπάθησε να την αποσπάσει από τη Βαλκανική Συμμαχία, υποσχόμενη την παραχώρηση της Κρήτης καθώς και εδαφών από τις εκβολές του ποταμού Καλαμά έως τις ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου, όπως είχε καθορισθεί στη Διάσκεψη του Βερολίνου το 1880.
Παράλληλα, δεν ανεκάλεσε τον πρέσβυ της στην Αθήνα, ούτε αντέδρασε (όπως παλαιότερα είχε δηλώσει) στην είσοδο Κρητών Βουλευτών στην Ελληνική Βουλή την 1-10-1912. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε ότι θα επιτύχει την ουδετερότητα της Ελλάδος.
Κατόπιν των προαναφερθέντων, την 4η Οκτωβρίου 1912, η Σερβία και η Βουλγαρία διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία και της κήρυξαν τον πόλεμο.
Την 5η Οκτ. 1912 ο Έλλην πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη επέδωσε στην Τουρκία ανακοίνωση για διακοπή των σχέσεων και κήρυξη πολέμου. Για την υλοποίηση του Σχεδίου ενεργείας του Ελληνικού Στρατού, οι διατιθέμενες δυνάμεις είχαν κατανεμηθεί σε δύο τομείς : Προς τη Θεσσαλία και προς την Ήπειρο.
• Οι περισσότερες δυνάμεις (περίπου 100.000 άνδρες) αποτελούσαν το λεγόμενο Στρατό Θεσσαλίας υπό το Διάδοχο Κωνσταντίνο.
• Ο Στρατός Ηπείρου διέθετε περί τους 10.500 άνδρες υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, και είχε αποστολή την ενεργό άμυνα στην Ήπειρο, έως ότου κριθεί ο αγώνας στη Μακεδονία.
Με την κήρυξη του πολέμου την 5η Οκτωβρίου, από νωρίς το πρωί, οι Δυνάμεις του Στρατού Θεσσαλίας πέρασαν τα σύνορα και άρχισαν την προέλασή τους.
Αφού απώθησαν τα Τουρκικά φυλάκια των συνόρων και ανέτρεψαν τις εμπροσθοφυλακές, έως το βράδυ έφθασαν στη γραμμή που φαίνεται στην προβολή.
( «Επίτομος Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913». Την επομένη ημέρα (6η Οκτωβρίου) συνεχίσθηκε η προέλασις των Ελληνικών Δυνάμεων.
Απελευθερώθηκαν η Ελασσώνα, η Δεσκάτη, καθώς και η ευρύτερη περιοχή.
Η ορμητική προώθηση του στρατού μας συνεχίσθηκε και κατά τις επόμενες ημέρες.
Την 9-10 Οκτωβρίου διεξήχθη η μάχη του Σαρανταπόρου.
Η συντριπτική υπεροχή των Ελληνικών δυνάμεων ανάγκασαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την τοποθεσία και να υποχωρήσουν.
Την 10 Οκτωβρίου απελευθερώθησαν τα Σέρβια όπου οι Τούρκοι φεύγοντας κατέσφαξαν 70 προκρίτους και 5 ιερείς και πέταξαν τα πτώματά τους στους δρόμους.
Την επόμενη ημέρα (11η Οκτωβρίου) απελευθερώθηκε η Κοζάνη.
Ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος είχε την πρόθεση πρώτα να κινηθεί προς βορράν προκειμένου να καταστρέψει τον προς τα εκεί υποχωρούντα εχθρό και να απελευθερώσει το Μοναστήρι και στη συνέχεια να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη.
Η Κυβέρνηση, έχοντας εξακριβωμένες πληροφορίες ότι η Βουλγαρία επιθυμεί να καταλάβει οπωσδήποτε τη Θεσσαλονίκη πριν φθάσει εκεί ο Ελληνικός Στρατός, έστειλε την 12η Οκτωβρίου τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο με το οποίο του γνώριζε ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν την ταχεία απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο Κωνσταντίνος, παρ’ ότι διαφωνούσε με την άποψη του Βενιζέλου, μετά από παρέμβαση και του πατρός του Βασιλέως Γεωργίου, αναθεώρησε το Σχέδιο Ενεργείας του και καθόρισε ως Κυρία Προσπάθεια τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου ο Στρατός μας να φθάσει εκεί το δυνατόν ταχύτερον.
Πριν φθάσουμε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, να δούμε πώς έγινε η απελευθέρωσις του Κολινδρού. Ο Κολινδρός απελευθερώθη από Τμήματα της VII Μεραρχίας. Η Μεραρχία αυτή είχε επιστρατευθεί στη Λάρισσα, Τρίκαλα, Αθήνα και Πάτρα, και προοδευτικά συγκεντρώθηκαν στη Λάρισσα.
Η Μεραρχία είχε Διοικητή τον Σχη (ΠΒ) Κλεομένη Κλεομένους και αποτελείτο από 3 Συντάγματα ΠΖ (19ο – 20ο – 21ο), 1 Μοίρα πεδινού ΠΒ ( ΙΙΙ Μοίρα του 3ου Συντάγματος πεδινού ΠΒ), 1 Μοίρα πολυβόλων και λοιπές Μεραρχιακές Μονάδες και Υπηρεσίες.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου η VII Μεραρχία παρέμεινε στη Λάρισσα.
Την 10η Οκτωβρίου έλαβε εντολή να κινηθεί εσπευσμένως προς βορρά, καλύπτοντας τα νώτα και το ανατολικό πλευρό της Στρατιάς. Την 11η Οκτωβρίου προωθήθηκε Νοτίως της διαβάσεως Μελούνα, ενώ την 12η Οκτωβρίου προωθήθηκε στην περιοχή Ελασσόνος.
Την 13η Οκτωβρίου η Μεραρχία διετάχθη να προελάσει μέσω των Στενών Πέτρας προς την Κατερίνη και το Κίτρος, και να καταλάβει τα υψώματα που δεσπόζουν στις εκβολές του Αλιάκμονος.
Πράγματι, το μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου η Μεραρχία κινήθηκε προς βορρά και το βράδυ έφθασε στη ΒΑ έξοδο των Στενών Πέτρας. Παραλλήλως, η Μεραρχία ενισχύθηκε με το 8ο Τάγμα Ευζώνων.
Την επόμενη ημέρα (15η Οκτ), η Μεραρχία κινήθηκε προς το χ. Κολοκούρι, με εμπροσθοφυλακή το 20ο ΣΠ, ενώ το 8ο Τάγμα Ευζώνων με κάποια Τμήματα Προσκόπων κινήθηκαν προς το χ. Κίτρος.
Άλλο Τμήμα Προσκόπων είχε κινηθεί προς τον Αλιάκμονα για να αποκόψει τις συγκοινωνίες των Τούρκων.
Μετά από σκληρή μάχη, απελευθερώθηκε το Κολοκούρι, το σημερινό Σβορώνο, που ονομάσθηκε έτσι προς τιμήν του Διοικητού του 20ου ΣΠ Αντισυνταγματάρχου Δημητρίου Σβορώνου ο οποίος έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κατά τη μάχη.
Το πρωί της 16ης Οκτωβρίου Τμήματα της Μεραρχίας εισήλθαν στην Κατερίνη χωρίς να συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση. Το μεσημέρι η Μεραρχία κινήθηκε προς το Κίτρος όπου έφθασε το βράδυ και εστάθμευσε.
Είμαστε λοιπόν στο βράδυ της 16ης Οκτωβρίου 1912.
Τι γίνεται όμως όλες αυτές τις μέρες στον Κολινδρό; Ο Κολινδρός ακολουθώντας την τύχη της υπολοίπου Μακεδονίας, κατελήφθη από τους Οθωμανούς αρκετά έτη πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, στις αρχές του 15ου αιώνος.
Έμεινε δηλαδή σκλαβωμένος επί 5 αιώνες. Όλη αυτή την περίοδο υπήρξαν αρκετά επαναστατικά κινήματα, μεταξύ των οποίων και η επανάσταση του Κολινδρού το 1878 από τον Επίσκοπο Νικόλαο Λούση.
Όλα όμως κατεπνίγησαν στο αίμα. Παρ’ όλα ταύτα η πίστις στην πολυπόθητη ελευθερία δεν έσβυσε ποτέ. Στο πλαίσιο των ελαχίστων προνομίων που με την πάροδο των αιώνων έδωσαν οι Οθωμανοί στους υποδούλους Έλληνες, ήταν και το «μερικώς αυτοδιοίκητο» των κατοίκων. Έτσι και στον Κολινδρό, εκτός από τον Τούρκο Μουδίρη ο οποίος είχε πολιτικές και δικαστικές εξουσίες, υπήρχε και η Δημογεροντία των Ελλήνων, κάτι σαν Δημοτικό Συμβούλιο, με εξουσίες όμως σε σημαντικό βαθμό υποκείμενες στο Μουδίρη.
Κατά την περίοδο της απελευθερώσεως, πρόεδρος της Δημογεροντίας ήταν ο Βασίλειος Μανώλας και μέλη οι Θωμάς Κομψελίδης, Νικόλαος Σιούμης, Σωτήριος Θεολογίδης, Αθανάσιος Γαλατσόπουλος και Μανώλης Αντωνιάδης.
Την περίοδο αυτή Μουδίρης ήταν ένας μικρόσωμος Τούρκος με πράο χαρακτήρα ο οποίος είχε αρκετά καλή συνεργασία με τη Δημογεροντία. Ο Βασίλειος Μανώλας ήταν (όπως γράφει ο αείμνηστος Γεώργιος Καλαφάτης σε μία δημοσίευσή του στην εφημερίδα “Ολύμπιο Βήμα” 13-10-2010) «…Ένας πανύψηλος άνδρας με επιβλητικό παράστημα και χαρακτήρα…». Η Δημογεροντία, προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη η καταπίεσις των κατοίκων από τους Τούρκους, είχε αρκετά καλή συνεργασία με το Μουδίρη.
Ο Μανώλας, λόγω των προσωπικών χαρακτηριστικών του, του χαρακτήρος του αλλά κυρίως λόγω των ικανοτήτων του, πετύχαινε σχεδόν πάντα να “περνά” τις θέσεις του στο Μουδίρη προς όφελος των συμπατριωτών του.
Είχε προσωπικές γνωριμίες με όλους τους Έλληνες προκρίτους της περιοχής αλλά και με αρκετούς σε μακρινότερες περιοχές. Παρ’ ότι την εποχή εκείνη η επικοινωνία ήταν πολύ δυσχαιρής, είχε τον τρόπο να μαθαίνει αρκετά για την εξέλιξη των Επιχειρήσεων και των νικών του Ελληνικού Στρατού.
Τα καλά νέα με μυστικότητα μεταφέρονταν στους Κολινδρινούς.
Από την άλλη πλευρά, ο Μουδίρης ο οποίος είχε την επίσημη Τουρκική ενημέρωση, τις τελευταίες ημέρες ήταν ανήσυχος. Παρ΄ ότι προσπαθούσε να φαίνεται ήρεμος, η ανησυχία του έγινε αντιληπτή από το Μανώλα.
Το πρωί της 10ης Οκτωβρίου ο Μουδίρης πήγε στη Βέροια, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, και όταν επέστρεψε το απόγευμα, ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημογεροντίας ότι από εκείνη την ημέρα, με τη δύση του ηλίου και μέχρι το πρωί της επομένης, δεν επιτρέπετο η κυκλοφορία και όλοι οι κάτοικοι έπρεπε να παραμείνουν στα σπίτια τους. Για το πότε θα έληγε η απαγόρευση, θα τον ενημέρωνε ο ίδιος. Ο Μανώλας ενημέρωσε τους κατοίκους και παράλληλα έδωσε κατευθύνσεις για διακριτική παρακολούθηση του Μουδίρη και των Τούρκων χωροφυλάκων (τσανταρμάδες).
Γύρω στα μεσάνυκτα, παρατηρήθηκαν ασυνήθιστες κινήσεις των Τούρκων. Μουλάρια φόρτωναν διάφορα υλικά από το κτήριο της Χωροφυλακής.
Παράλληλα, άλλα μουλάρια φόρτωναν άτομα και υλικά από τα σπίτια όπου έμεναν οι λίγες τουρκικές οικογένειες. Ομάδες 4-5 μουλαριών κινούνταν προς την έξοδο του χωριού.
Συνολικά παρατηρήθηκε η μετακίνηση περισσοτέρων των 50 μουλαριών. Πριν ακόμη ξημερώσει, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των Τούρκων είχαν φύγει από το χωριό.
Λίγο πριν το χάραμα, ο Πρόεδρος της Δημογεροντίας έδωσε εντολή να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών. Το λαμπρό νέο από στόμα σε στόμα μεταφέρθηκε σ’ όλους τους κατοίκους οι οποίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και κατευθύνθηκαν στην πλατεία.
Η ανατολή του ηλίου βρήκε το σύνολο των Κολινδρινών συγκεντρωμένους στην πλατεία. Ο Βασίλειος Μανώλας ανεβασμένος σ΄ένα τραπέζι ώστε να γίνεται ορατός αλλά και να ακούγεται από όλους, ενημερώνει τους κατοίκους για τη φυγή των τούρκων από το χωριό αλλά και για τη νικηφόρα πορεία του στρατού μας, ο οποίος σε λίγες ημέρες θα έφθανε και στον Κολινδρό.
Παράλληλα, τους ενημερώνει ότι σύμφωνα με πληροφορίες του, ο στρατός μας είχε αρκετές δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό του. Λόγω της ταχείας προελάσεώς του αλλά και λόγω της όχι απολύτως συντονισμένης Διοικητικής Μερίμνης, υπήρχαν ελλείψεις κυρίως σε θρόφημα.
Το σύνολο των κατοίκων με ζητωκραυγές δηλώνει ότι θα κάνουν τα πάντα προσφέροντας ό,τι έχουν για τους απελευθερωτές που έρχονται. Όταν τους ζήτησε τη σύσταση συντονιστικής επιτροπής για τη συγκέντρωση τροφίμων αλλά και άλλων εφοδίων και υλικών, όλοι προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή.
Από κάθε γειτονιά επιλέχθηκε ένας εκπρόσωπος και το ίδιο απόγευμα συγκεντρώθηκαν στο κτήριο Διοικήσεως, προκειμένου να γίνει η κατανομή των υποχρεώσεων.
Από εκείνο το απόγευμα της 11ης Οκτωβρίου μέχρι την 16η Οκτωβρίου ο Κολινδρός μετατράπηκε σ’ ένα μεγάλο εργοτάξιο, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Συγκεντρώθηκαν περίπου 20.000 οκάδες αλεύρι, πάνω από 1.000 οκάδες όσπρια και άλλα είδη μπακαλικής, καθώς και αρκετά πλεκτά (φανέλες, πουλόβερ, μάλλινες κάλτσες –τα γνωστά σκουφούνια- και άλλα).
Οι νοικοκυρές εργάσθηκαν με χαρά και ετοίμασαν μεγάλες ποσότητες ψωμιού, πίτας, κέικ και άλλων γλυκών. Οι μοδίστρες, χρησιμοποιώντας υφάσματα κάθε είδους αρκεί να είναι λευκά και μπλε, έραψαν πολλές Ελληνικές σημαίες. Ξημερώνει η 17η Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τετάρτη.
Ο Κολινδρός ξυπνά και πάλι με καμπανοκρουσίες. Οι κάτοικοι ενημερώνονται ότι σε λίγο φθάνουν τα πρώτα Τμήματα του Στρατού μας.
Γαλανόλευκες σημαίες βγαίνουν από τα σεντούκια και τοποθετούνται σε όλα τα μπαλκόνια. Οι Κολινδρινοί ξεχύνονται στους δρόμους. Όσοι δεν έχουν σημαίες, πηγαίνουν στο Διοικητικό κτήριο απ’ όπου παραλαμβάνουν από τις σημαίες που τις προηγούμενες ημέρες είχαν ράψει οι μοδίστρες.
Με ζητωκραυγές αλλά και καταφανή ανυπομονησία συγκεντρώνονται στην πλατεία ¨Μαλούτα¨ περιμένοντας τα πρώτα Τμήματα. Πράγματι, περίπου στις 9 το πρωί φθάνει η Εμπροσθοφυλακή του 8ου Τάγματος Ευζώνων το οποίο είχε ενισχυθεί από τμήματα Σώματος Προσκόπων.
Αποτελείται από 2 Διμοιρίες δυνάμεως 20 ανδρών εκάστη, με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Δ. Ζάννα και Νικόλαο Πετρωτό αντίστοιχα. Οι απελευθερωτές γίνονται δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό και ζητωκραυγές. Οδηγούνται στην Πλατεία όπου είχαν ετοιμασθεί τραπέζια υποδοχής.
Όμως δεν είναι δυνατόν να μείνουν πολύ διότι ως Εμπροσθοφυλακές των Ταγμάτων τους θα πρέπει να συνεχίσουν την προώθησή τους. Μετά από ένα σύντομο ξεκούρασμα αναχωρούν, παίρνοντας μαζί τους κάποια από τα τρόφιμα που οι κάτοικοι με χαρά τους προσφέρουν.
Το μεσημέρι –γύρω στη μία με δύο- το κύριο σώμα των 2 Ταγμάτων με επικεφαλής τους Λοχαγούς Μαζαράκη Κ. και Κολοκοτρώνη Μ. φθάνουν στον Κολινδρό.
Νέες καμπανοκρουσίες και ουρανομήκεις ζητωκραυγές: “Χριστός Ανέστη”, “Ζήτω το Έθνος”, “Ζήτω η Ελλάς”, “Ζήτω ο στρατός”.
Ο Βασίλειος Μανώλας απευθύνει εγκάρδιο χαιρετισμό στους απελευθερωτές. Τους καλεί να συν-γευματίσουν στην Πλατεία και τους ενημερώνει για τα εφόδια και τα υλικά τα οποία συγκέντρωσαν οι Κολινδρινοί και προσφέρουν στο Στρατό μας.
Οι δύο Αξιωματικοί εκφράζουν την έκπληξή τους για τις ποσότητες που συγκεντρώθηκαν και ευχαριστούν θερμά.
Επειδή τα Τάγματά τους δεν μπορούν να μεταφέρουν όλες τις ποσότητες και δεδομένου ότι ο προελαύνων στρατός μας τις έχει απόλυτη ανάγκη, τον παρακαλούν να μεριμνήσει για την προώθησή τους στη Βέροια, η οποία είχε απελευθερωθεί την προηγουμένη ημέρα.
Ο Μαζαράκης, Διοικητής του Τάγματος Ευζώνων τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να παραμείνει περισσότερο, διότι σύμφωνα με ληφθείσες διαταγές το Τάγμα του πρέπει να συνεχίσει το ταχύτερο την προώθησή του. Ζητά να του διατεθούν περί τα 80-100 ζώα.
Η Δημογεροντία του απαντά ότι οι Κολινδρινοί θα του τα διαθέσουν με χαρά.
Το Τάγμα Ευζώνων αναχωρεί τις απογευματινές ώρες προς Γιδά και Γιαννιτσά, συνοδευόμενο και από κάποιους Κολινδρινούς από αυτούς οι οποίοι διέθεσαν τα ζώα τους.
Ο Κολοκοτρώνης με το Τάγμα του διανυκτέρευσαν στον Κολινδρό.
Οι Κολινδρινοί σχεδόν μάλωσαν μεταξύ τους, διότι όλοι ήθελαν να φιλοξενήσουν κάποιον από τους στρατιώτες.
Το πρωί της επομένης ημέρας το Τάγμα ανεχώρησε για το Γιδά. Την ίδια ημέρα, μεγάλη φάλαγγα ζώων (περισσότερα των 250), μετέφερε στη Βέροια τα υλικά και εφόδια που είχαν συγκεντρώσει οι Κολινδρινοί. Λόγω των μεγάλων αναγκών του στρατού μας, ο Κολινδρός μερίμνησε για τη συνέχιση παροχής τροφίμων αλλά κυρίως ψωμιού, μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο κυλινδρόμυλος άλεθε νυχθημερόν το σιτάρι που προσέφεραν οι Κολινδρινοί καθώς και κάτοικοι άλλων γειτονικών χωριών. Οι γυναίκες με χαρά ζύμωναν και έψηναν τα ψωμιά που σε μεγάλες ποσότητες μεταφέρονταν στην Υπηρεσία Εφοδιασμού του στρατού μας. Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της ορμητικής και ταχείας προελάσεως του στρατού μας αλλά και λόγω της όχι απολύτως συντονισμένης Διοικητικής Μερίμνης, υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν το πόσο σημαντική ήταν η συμβολή των συμπατριωτών μας στην απρόσκοπτη και ταχεία κίνηση του Ελληνικού στρατού, ο οποίος λίγες ημέρες εισήλθε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι απελευθερώθηκε ο Κολινδρός από τους Τούρκους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
17 Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τετάρτη. Μία ημέρα ξεχωριστή για τον Κολινδρό μας, η οποία εορταζόταν επίσημα έως το 1940.
Στη συνέχεια ο επίσημος εορτασμός κατηργήθη, καθ’ ότι αποφασίσθηκε να πραγματοποιείται επίσημος εορτασμός μόνον για την απελευθέρωση της Κατερίνης.
Ενδεχομένως σήμερα να θεωρείται ανεδαφική η επιδίωξη επαναφοράς επισήμου εορτασμού στον Κολινδρό. Πιστεύω όμως ότι είναι απολύτως δυνατή την καθιέρωση ενός εορτασμού «χαμηλού προφίλ».
Και εξηγούμαι : Κατ’ έτος την Κυριακή πριν την 17η Οκτωβρίου να πραγματοποιείται συν-λειτουργία όλων των ιερέων του Κολινδρού στο Άγιο Δημήτριο όπου είχε πραγματοποιηθεί πάνδημη λειτουργία και δοξολογία την πρώτη Κυριακή μετά την απελευθέρωση.
Μετά την εν λόγω συν-λειτουργία, να πραγματοποιείται δοξολογία και σύντομη ομιλία για το ιστορικό της απελευθερώσεως. Ανήμερα της 17ης Οκτωβρίου, την 9η πρωινή (περίπου ώρα αφίξεως των στρατιωτικών Τμημάτων που απελευθέρωσαν τον Κολινδρό), να κτυπούν ταυτοχρόνως οι καμπάνες όλων των εκκλησιών.
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς δυσχέρειες και απολύτως ανέξοδα (αρκετά σημαντικό στις μέρες μας), θα αποδίδεται η οφειλόμενη τιμή σ’ αυτούς που αγωνίσθησαν για την απελευθέρωση του Κολινδρού.
Παράλληλα, θα μαθαίνουν οι νέοι μας πώς έγινε η Απελευθέρωσις του Κολινδρού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ή κατ’ ελάχιστον, θα θυμούνται την ημερομηνία της 17ης Οκτωβρίου.
Αναστάσιος Δ. Μανώλας Αντιστράτηγος ε.α. Επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού Δήμαρχος Πύδνας-Κολινδρού
[Το κείμενο, συνοδευόμενο από ανάλογες φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα, χρησιμοποιήθηκε σε διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στον Κολινδρό στις 16-10-2016, στο πλαίσιο των διργανουμένων εκδηλώσεων από την “Ομάδα Επιστημόνων Κολινδρού”]