της Γνωσούλας Χαϊλατζίδου
Με 10.000 μόρια δεν είσαι άξιος εισαγωγής σε ελληνικό Πανεπιστήμιο, αλλά, αν μπορείς να διαθέσεις 10.000 ευρώ το χρόνο, μπορείς να εγγραφείς σε Ιδιωτικό Κολλέγιο και να έχεις και τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους απόφοιτους των πανεπιστημίων, μιας και φρόντισε η κυβέρνηση να το νομοθετήσει και αυτό πριν από λίγους μήνες!
Παρ’ όλες τις αντιδράσεις σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας, των γονιών και των μαθητών, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει να υλοποιεί τα σχέδια της.
Με τις διατάξεις του Μέρους Α΄ του ν. 4777/2021 θεσμοθέτησε την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, η οποία μάλιστα θα ισχύσει για τα παιδιά που φέτος δίνουν εξετάσεις.
Είναι μια ρύθμιση που θα αφήσει εκτός ΑΕΙ περί τις 25.000 υποψήφιους, για να τους στείλει πελατεία στα Ιδιωτικά Κολλέγια. Όσους βέβαια μπορούν να ανταποκριθούν στα υπέρογκα δίδακτρα.
Είναι μια ρύθμιση που στερείται κάθε εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής λογικής, που αυξάνει δραματικά τις μορφωτικές ανισότητες και πλήττει κυρίως τις πιο αδύναμες κοινωνικές τάξεις.
Οι εξετάσεις και ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων αποτελεί ΕΠΙΛΟΓΗ, δεν είναι αθώα και σίγουρα υπάρχουν πολλά ζητήματα σε αυτήν την επιλογή .
Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πιστοποιούν τις γνώσεις και τη μόρφωση, αλλά είναι ένας διαγωνισμός κατάταξης για την κάλυψη συγκεκριμένου αριθμού θέσεων σε κάθε τμήμα.
Δεν υπάρχει αντικειμενική «βάση», αφού αυτή κάθε φορά εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση, καθώς επίσης και από τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων. Η χαμηλή βαθμολογία εισαγωγής δεν προδικάζει την επιτυχία της πορείας των σπουδών του φοιτητή και της φοιτήτριας.
Είναι υποκρισία να λες πως με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η αναβάθμιση των σπουδών και η αναβάθμιση των ελληνικών Πανεπιστημίων. Η όποια αναβάθμιση των σπουδών δεν επιτυγχάνεται με τεχνητούς όρους και με φίλτρα αποκλεισμού. Η βελτίωση των επιδόσεων στις πανελλαδικές εξετάσεις δε σχετίζεται με την εφαρμογή οποιουδήποτε βαθμολογικού «κόφτη», αλλά με ουσιαστικές αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο Λύκειο.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια άλλη εκπαιδευτική πολιτική, που θα μειώνει τις ανισότητες, θα δίνει ευκαιρίες αλλά και δυνατότητες σε όλα τα παιδιά να ξεδιπλώσουν τις ικανότητες τους, να δημιουργήσουν, να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους.
Αυτή όμως δεν είναι η πολιτική της κυβέρνησης.
Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ είναι σταθερά ιδεολογικά υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων.
Είναι σταθερά απέναντι στη λαϊκή οικογένεια.
Η υποκριτική «αριστεία» τους μπορεί να χωράει πλαστά πτυχία, αλλά δε χωράει τα παιδιά των οικογενειών που δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες για φροντιστήρια και ειδική προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις.
Μπροστά στα κέρδη των ιδιωτών των κολλεγίων θυσιάζονται τα νέα παιδιά, θυσιάζονται τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή.
Και μάλιστα σε μια περίοδο μετά από τόσους μήνες πανδημίας, μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού, μετά από τόσους μήνες προβληματικής τηλεκπαίδευσης.
Η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση δεν είναι προσόντα των αρίστων. Γιατί, αν υπήρχαν στο υπουργείο Παιδείας και στην κυβέρνηση, δεν θα ξεκινούσαν μια τέτοια αλλαγή αυτήν τη δύσκολη χρονιά.
Τα νέα παιδιά χάσανε ήδη δυο χρόνια από τη ζωή τους.
Κανείς δε δικαιούται να τους κλέψει όλη τους τη ζωή.