Πριν λίγες μέρες, στην έκτακτη σύνοδο κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δυτικών Βαλκανίων που πραγματοποιήθηκε στη Σλοβενία ο Πρωθυπουργός μας τόνισε τη σθεναρή υποστήριξη της Ελλάδας στην ενταξιακή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και έσπευσε να προειδοποιήσει με νόημα ότι ‘‘Ο χρόνος πιέζει και αν η ΕΕ είναι απούσα από αυτήν την περιοχή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι άλλοι θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό’’.
Τα Βαλκάνια είναι πράγματι μια εξαιρετικά ιδιαίτερη γεωγραφική γειτονιά και δεν χαρακτηρίστηκαν τυχαίως ως η ‘‘πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης’’. Γι’ αυτό, προκειμένου να τονωθεί το ευρωπαϊκό πνεύμα και να διασφαλιστεί η ομαλότητα και η σταθερότητα στην περιοχή, στην ΕΕ έχουν αναπτύξει και υποστηρίζουν την ενωσιακή στρατηγική (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/IP_18_561) για την ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι καιροί, όμως, είναι δύσκολοι και το ‘‘γεωπολιτικό θερμόμετρο’’ στην περιοχή ανεβαίνει επικίνδυνα τη στιγμή που εθνικιστικοί κύκλοι σε συγκεκριμένα κράτη προσπαθούν να αναζωπυρώσουν ριζοσπαστικούς μεγαλοϊδεατισμούς και αταβιστικά απωθημένα.
Είναι γνωστό, λοιπόν, ότι κάποιοι στην Αλβανία δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται τη ‘‘μεγάλη’’ ή ‘‘φυσική’’ Αλβανία και να επιδιώκουν τη χωρική εξάπλωση των συνόρων της έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στο νέο μεγάλο αλβανικό κράτος οι ‘‘ομοεθνείς’’ στο Κόσοβο, στο κράτος των Σκοπίων, στη νότια Σερβία, στο Μαυροβούνιο, ακόμη και στην… ελληνική Ήπειρο (ίδετε τον 1ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου).
Στη Σερβία, κυρίως ο νυν Υπουργός Εσωτερικών Aleksandar Vulin, έμπιστος του Προέδρου της χώρας Aleksandar Vucic, ‘‘καλλιεργεί’’ στη δημόσια συζήτηση της χώρας την ιδέα του ‘‘Ενωμένου Σερβικού Κόσμου’’, η οποία ιδέα, σαφώς προς επίτευξη της ‘‘γεωγραφικής συνέχειας’’ των περιοχών που ζουν οι Σέρβοι, επιτάσσει την προσάρτηση στο νυν σερβικό κράτος περιοχών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, του Κοσόβου (περιοχή της Μιτροβίτσα), του Μαυροβουνίου αλλά και της Κροατίας (ίδετε τον 2ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου).
Στη δε Βουλγαρία φαίνεται να μην ξεχνούν το ένδοξο παρελθόν και μάλιστα κάποιοι το συνδέουν με τη χωρική διόγκωσή της που επιχειρήθηκε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 (ίδετε τον 3ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου). Το δε αφήγημα ‘‘ένα έθνος, δύο κράτη’’ (δηλ. ένα βουλγαρικό και ένα ‘‘σλαβομακεδονικό’’) για όσα αφορούν τις σχέσεις της χώρας με αυτήν του Ζoran Zaev, δεν αφήνει ασυγκίνητο μέρος της κοινής γνώμης στη Βουλγαρία.
Μάλιστα, πριν λίγους μήνες, ήτοι τον φετινό Απρίλιο, ένα αμφιλεγόμενο ‘‘non paper’’ που φέρεται να έστειλε o Σλοβένος Πρωθυπουργός Janez Jansa προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel (ίδετε τη σελίδα https://necenzurirano.si/clanek/aktualno/objavljamo-slovenski-dokument-o-razdelitvi-bih-ki-ga-isce-ves-balkan-865692) ‘‘πυροδότησε’’ σενάρια ριζοσπαστικής ανάπλασης της συνολικής περιφερειακής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Στο ανεπίσημο και αμφισβητούμενο αυτό έγγραφο, τη λήψη του οποίου δεν επιβεβαίωσε ο άνω Ευρωπαίος αξιωματούχος, αφού τονιζόταν ότι η Συμφωνία του Dayton ανέτρεψε την πραγματικότητα που προήλθε από τα ‘‘πεδία των μαχών’’, ότι η Σερβία και το Κόσοβο έχουν αμυδρές πιθανότητες για συμμετοχή τους στην ΕΕ, την ώρα που η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν έχει απολύτως καμία πιθανότητα και ότι η Τουρκία, χρησιμοποιώντας την επιρροή της σε Βοσνία και ‘‘Β. Μακεδονία’’, θα αποπειραθεί να εκμεταλλευτεί το γεωπολιτικό κενό, επροτείνετο, μετά από ‘‘κατάργηση’’ του Κοσόβου και διαμελισμό της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η διαμόρφωση μιας καινούργιας περιφερειακής πολιτειακής συγκρότησης με νεότευκτα κρατικά μορφώματα.
Ειδικότερα, μεταξύ των άλλων, το άνω ‘‘non paper’’ προωθούσε: α) Την ενσωμάτωση του Κοσόβου στην Αλβανία, καθώς το 95% του κοσοβάρικου πληθυσμού, λόγω της εθνοτικής καταγωγής του, επιθυμεί να ενωθεί με την Αλβανία και τα σύνορα μεταξύ Αλβανίας – Κοσόβου de facto δεν υπάρχουν! Στο δε κομμάτι του Κοσόβου που ‘‘σερβοκρατείται’’ θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα νέο ‘‘ειδικό καθεστώς’’ (όπως αυτό του νότιου Τιρόλου στην Αυστρία), β) Την προσάρτηση της λεγόμενης ‘‘Republika Srpska’’, δηλαδή δύο διακριτών γεωγραφικών περιοχών εντός της επικράτειας της σημερινής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, στη Σερβία (ίδετε τον 4ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου), διότι υπό αυτήν την ‘‘εξέλιξη’’ υφίστανται πιθανότητες να συμφωνήσει η Σερβία ως προς την ενσωμάτωση του Κοσόβου στην Αλβανία και γ) Την εγκόλπωση των ‘‘κροατικών’’ καντονιών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Κροατία ή τη δημιουργία ειδικού καθεστώτος για τις περιοχές αυτές. Στην ουσία, αυτό το τελευταίο προϋποθέτει συνέχιση της συμπερίληψης αυτών των περιοχών στο βοσνιακό κράτος αλλά υπό τη χορήγηση και αναγνώριση σε αυτές ενός καθεστώτος ‘‘ημιαυτονομίας’’ (ίδετε τον 5ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου).
Παρουσιάζεται ως εύλογος, λοιπόν, ο ‘‘φόβος’’ των Δυτικών ότι αν οι χώρες των Δ. Βαλκανίων δεν ενταχθούν στις οργανωτικές δομές του ‘‘Δυτικού Κόσμου’’, τότε καθίσταται ορατός ο κίνδυνος για το ξέσπασμα εθνικισμών ή και εμφύλιων ή διακρατικών συρράξεων στην περιοχή που θα επέφεραν ως αποτέλεσμα την επικράτηση μιας άναρχης και παντελώς απρόβλεπτης γεωπολιτικής πραγματικότητας, επί της οποίας ο Ευρωαντλαντισμός δεν θα έχει ούτε τη δυνατότητα καθοδήγησης αλλά ούτε και πραγματική επιρροή. Η εν λόγω ανησυχία, μάλιστα, αυξάνεται αν θεωρηθεί δεδομένη η στροφή του αμερικανικού ενδιαφέροντος κατά πρώτον στον Ινδο-Ειρηνικό και στην ανάσχεση του κινεζικού γεωοικονομικού επεκτατισμού και δευτερευόντως στη Μέση Ανατολή.
Υπό αυτό το πρίσμα, το μέγα ερώτημα που ανακύπτει σχετίζεται φυσικά με το ποιες διεθνείς δυνάμεις μπορούν(;) να καλύψουν το ‘‘γεωπολιτικό κενό’’, αν οι Δυτικοί αφήσουν ανοικτό το ενδεχόμενο ‘‘άλωσης’’ των Δ. Βαλκανίων. Με άλλα λόγια, είναι σε θέση βασικά η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία, καλύπτοντας την ‘‘οπή εξουσιαστικής ηγεμονίας’’, να καταστούν οι κυρίαρχοι ‘‘παίκτες’’ της περιοχής;
Καταρχάς, η Ρωσία αναμίχθηκε στα Δυτικά Βαλκάνια από τον 19ο αιώνα και έχει αναπτύξει ιστορικούς και πολιτικούς δεσμούς με την περιοχή. Η οικονομική διείσδυσή της σ’ αυτήν, όμως, ως μέσο και ‘‘όπλο’’ γεωπολιτικού επηρεασμού, δεν είναι ανατρεπτική της παρούσας κατάστασης. Μόνο το 6,6% των άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) στα Δυτικά Βαλκάνια προέρχεται από τη Ρωσία και το μερίδιό της στο εμπόριο της δυτικοβαλκανικής περιφέρειας είναι 3,9%, ως προς τις εξαγωγές, και 5,3%, ως προς τις εισαγωγές.
Σίγουρα, η Ρωσία θέλει να διαμορφώσει ‘‘σφαίρα επιρροής’’ στον γεωπολιτικό χώρο εγγύς των συνόρων της (ближнее зарубежье) και ίσως προσπαθήσει να έλξει τα κράτη των Δ. Βαλκανίων στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Eurasian Economic Union) ή και στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (Collective Security Treaty Organization), δηλαδή σε σχήματα οικονομικής ή στρατιωτικής συνεργασίας του μετασοβιετικού κόσμου, κινούμενη πάντα με ευελιξία στο εύθραυστο περιφερειακό πλαίσιο με ανηρτημένο το λάβαρο του Πανσλαβισμού, αλλά θαρρώ πως προτεραιότητά της στην περιοχή είναι η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων της στον τομέα της ενέργειας.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι το ‘‘στοίχημά’’ της για την περιοχή εστιάζει στο πώς θα προμηθεύει ενεργειακά αποθέματα στα κράτη των Δ. Βαλκανίων καθώς και στο πώς αυτά θα καταστούν διαπερατά ως προς τη μεταφορά ενέργειας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μπορεί, συνεπώς, να έχει ματαιωθεί το εγχείρημα του ‘‘South Stream’’ αλλά με δεδομένο ότι λειτουργεί ο αγωγός φυσικού αερίου ‘‘Turk Stream’’, το πλάνο μεταφοράς στην Ευρώπη, δια των Δ. Βαλκανίων, πρόσθετων ποσοτήτων φυσικού αερίου θα συνεχίσει να συνιστά ένα ουσιαστικό δέλεαρ για τους Ρώσους.
Η δε Κίνα μετά το 2013 και την ανακήρυξη από τον Πρόεδρο Xi Jinping της υλοποίησης του ‘‘Δρόμου του Μεταξιού’’ (Belt and Road Initiative – BRI), έχει λόγο παρουσίας στα Δ. Βαλκάνια. Καθοριστική για την παρουσία της αυτή είναι η διαχείριση, μέσω της COSCO, του λιμανιού του Πειραιά, από όπου μέσω των Δ. Βαλκανίων μπορεί να διοχετεύεται το εξαγωγικό της εμπόριο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το εμβληματικό της ‘‘όχημα’’, ωστόσο, για την ‘‘απόβαση’’ στα Βαλκάνια και εν γένει στην κεντρο-ανατολική Ευρώπη είναι αναμφισβήτητα η πρωτοβουλία ‘‘16+1’’ που στοχεύει στην υλοποίηση επενδύσεων από την Κίνα και στην ανάπτυξη συναλλαγών ανάμεσα σε αυτήν και 16 κράτη της Νότιας και Κεντρικής Ευρώπης (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Λετονία, Μαυροβούνιο, ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία και Σλοβενία).
Αυτό δε που δείχνει να την ενδιαφέρει, ως προς την περιοχή, είναι οι επενδύσεις και η πραγματοποίηση έργων υποδομών στις μεταφορές και στον ενεργειακό κλάδο. Όμως, τα μέχρι τώρα βήματά της δεν προϊδεάζουν για πιθανή ‘‘γεωπολιτική κυριαρχία’’ της στην ευρύτερη περιφέρεια. Ενώ, λοιπόν, τον Μάρτιο του 2017 στη σύνοδο Κορυφής του σχήματος ‘‘16+1’’ στη Βουδαπέστη η Κίνα υποσχέθηκε επενδύσεις ύψους (μόνο) 3 δισ. δολαρίων, μέχρι τούδε έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις 2,4 δισ. δολαρίων (2,06 δισ. ευρώ) ενώ παράλληλα υπόσχεται (https://www.iiss.org/publications/strategic-comments/2020/chinas-investments-in-the-western-balkans) κατασκευαστικά δάνεια 6,8 δισ. δολαρίων (5,84 δισ. ευρώ) κυρίως μέσω της China Exim Bank. Η Κίνα, άλλωστε, υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των Δ. Βαλκανίων, διότι η σταθερότητα στην περιοχή είναι αυτή που εξασφαλίζει ομαλότητα και συνέχεια στις ήδη διενεργούμενες από αυτήν αλλά και στις μελλοντικές εμπορικές και επενδυτικές ροές.
Εν τέλει, η Τουρκία έχει παραδοσιακά ρίζες στην περιοχή καθώς επί αιώνες η ‘‘Οθωμανική Πύλη’’ εξουσίαζε τα Δ. Βαλκάνια. Ελέω της ισλαμικής πίστης, οι δεσμοί της με τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και την Αλβανία είναι ισχυροί. Γι’ αυτό και στόχος των σχεδιασμών της είναι η δημιουργία του ‘‘νεοθωμανικού τόξου’’ στα Βαλκάνια με ‘‘άρμα’’ την πολιτισμική διασύνδεση και την κοινή θρησκευτική αφοσίωση, υψώνοντας από τη δική της πλευρά το λάβαρο του Πανισλαμισμού. Ωστόσο, αν και έχει προβεί σε σημαντικές επενδύσεις στα αεροδρόμια της Πρίστινα (πρωτεύουσας του Κοσόβου), των Σκοπίων, της Οχρίδας και του Ζάγκρεμπ, μόνο το 2% των άμεσων ξένων επενδύσεων στα Δ. Βαλκάνια προέρχεται από την Τουρκία (https://ec.europa.eu/info/sites/default/files/economic-relations_en.pdf) ενώ η χρηματική αξία των συναλλαγών της με τα κράτη της περιοχής μόλις το 2020 αυξήθηκε σε 10,2 δισ. δολάρια από 3 δισ. δολάρια που ήταν το 2016 (https://www.eliamep.gr/). Το 2019 δε η Τουρκία προέβη σε εξαγωγές οπλικών συστημάτων προς χώρες της περιοχής, αξίας 2,74 δισ. δολαρίων, αλλά ο σταδιακά αυξανόμενος ρόλος της στον συγκεκριμένο Χώρο απέχει πόρρω, κατά τη γνώμη μου, από το να χαρακτηριστεί ‘‘κυρίαρχος’’.
Άλλωστε, παρόλο που μπορεί η Τουρκία να αντιμετωπίζεται από τη διεθνή Κοινότητα ως σημαίνουσα περιφερειακή δύναμη, το γεγονός ότι είναι ‘‘ανοιχτή’’ σε πολλά μέτωπα μάλλον καθιστά αδύνατη την εκ μέρους της διεκδίκηση, πολύ δε περισσότερο την επίτευξη συνεχούς και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα δικού της ηγεμονικού ρόλου (και) στα Δυτικά Βαλκάνια.
Η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία, λοιπόν, έχοντας τις δικές τους επιλεκτικές στοχεύσεις στην περιοχή και μάλλον όχι βλέψεις ‘‘απόλυτης γεωπολιτικής χειραγώγησής’’ της, φρονώ ότι δεν θα αμφισβητήσουν το νεοφυές δόγμα Biden για τα Βαλκάνια, όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στην από τις 9 Ιουνίου Εκτελεστική Διαταγή (Executive Order) του Αμερικανού Προέδρου. Με το εν λόγω κείμενο απειλούνται με αμερικανικές κυρώσεις όλοι όσοι (ακόμα και πολιτικοί, και αρχηγοί κρατών) θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τη Συμφωνία των Πρεσπών (2018), τη Συμφωνία της Οχρίδας (2001) μεταξύ των Σλάβων και των Αλβανών για την αποτροπή γενικευμένου εμφυλίου (είναι αυτή πρακτικά που συγκράτησε τη διάλυση και αποσύνθεση του κράτους των Σκοπίων), το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον τερματισμό της σύγκρουσης στο Κόσοβο (1999) και τις συμφωνίες του Dayton (1995) δια των οποίων τερματιζόταν ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (ίδετε στη διεύθυνση: https://www.whitehouse.gov/briefing-room/presidential-actions/2021/06/08/executive-order-on-blocking-property-and-suspending-entry-into-the-united-states-of-certain-persons-contributing-to-the-destabilizing-situation-in-the-western-balkans/).
Είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί επενδύουν στρατηγικά στη διατήρηση και βαθύτερη εμπέδωση της υπάρχουσας ordo rerum στα Βαλκάνια, μέσω της διασφάλισης ενός κλίματος γεωπολιτικής σταθερότητας και φιλικών διακρατικών σχέσεων παρά κατεργάζονται την αναμόχλευση και τον επανακαθορισμό της βαλκανικής πραγματικότητας.
Από την άλλη, η ΕΕ είναι χωρίς αμφισβήτηση μακράν ο κύριος ‘‘οικονομικός παίκτης’’ στην περιοχή. Όντας ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των Δυτικών Βαλκανίων, με ετήσιο συνολικό όγκο συναλλαγών ύψους 43 δισ. ευρώ το 2016, αύξησε το αποτύπωμά της (βασικά κατά 130% την τελευταία δεκαετία) και το 2019 πραγματοποίησε όγκο συναλλαγών με τα Δ. Βαλκάνια αξίας 55 δισ. ευρώ (https://ec.europa.eu/trade/policy/countries-and-regions/regions/western-balkans/)!
Για να καταλάβει δε κανείς τον παραπάνω αριθμό και τη σημασία του αρκεί να λάβει υπόψη του ότι το 2020 το ΑΕΠ της Αλβανίας ήταν 12,73 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης 17,01 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ του Μαυροβουνίου 4,10 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ του κράτους των Σκοπίων 10,55 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ της Σερβίας 45,54 δισ. ευρώ ενώ 6,70 δισ. ευρώ αναμένεται το ΑΕΠ του Κοσόβου το 2021.
H πορεία ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ ξεκίνησε με τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης το 2003 (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/PRES_03_163) και σήμερα το στοίχημα της περιφερειακής ολοκλήρωσης υποστηρίζεται σταθερά στην Ευρώπη τόσο στο θεσμικό επίπεδο της ΕΕ, όσο και στο… ‘‘παραθεσμικό’’ της ‘‘Berlin Prozess’’ (https://berlinprocess.info/). Έτσι, παρά την ούτως ή άλλως ‘‘κυματώδη’’ σχέση του ευρωπαϊκού χώρου με τα Δυτικά Βαλκάνια μάλλον δύσκολα τα τελευταία θα ανασυγκολληθούν από το καθολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ο δε βασικός λόγος για αυτό είναι ότι οι εναλλακτικοί υποστηρικτές της προοπτικής των Δ. Βαλκανίων δεν αποσκοπούν τω όντι στην πραγματοποίηση ενός οραματικού μεταβατικού σχεδιασμού για την περιοχή, και δη ενός τέτοιου σχεδιασμού που να προωθεί τη διαπεριφερειακή ασφάλεια, τη γεωπολιτική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο και κοινωνική συνοχή. Αντιθέτως, αυτό που πρακτικά ‘‘προσφέρουν’’ στους Βαλκάνιους είναι το πρότυπο της δικής τους δεσποτικής πολιτειακής συγκρότησης, το οποίο όμως μάλλον απωθεί παρά ‘‘μαγνητίζει’’ τους εχέφρονες, τουλάχιστον, πολιτικούς των χωρών των Δ. Βαλκανίων.
Μήπως, λοιπόν, οι ‘‘φόβοι’’ των Δυτικών για τα Δ. Βαλκάνια είναι υπερβολικοί; Εγώ πάντως, έστω και αν υποθέσει κανείς ότι είναι εύστοχοι όλοι οι παραπάνω συλλογισμοί, δεν θα το έλεγα. Παρόλα τα ανωτέρω, τo 2020 σχεδόν ένας στους δύο Σέρβους, ένας στους τρεις Βόσνιους, ένας στους τέσσερεις ‘‘Μακεδόνες’’ (όπως θέλει να αποκαλούμε τους κατοίκους του γειτονικού κράτους από τον Ιούνιο του 2018 και μετά ο πρώην Πρωθυπουργός μας) και ένας στους πέντε Αλβανούς πίστευαν ότι η χώρα τους δεν θα ενταχθεί ποτέ στην ΕΕ (https://www.rcc.int/balkanbarometer/results/2/public).
Άπαντες, όμως, στα Δ. Βαλκάνια θα πρέπει να καταλάβουν ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα απαιτεί υπομονή και έντονη προσπάθεια. Τα ‘‘κριτήρια της Κοπεγχάγης’’ (δημοκρατικές αρχές, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, σεβασμός των μειονοτήτων, οικονομία της αγοράς, οικονομική σύγκλιση και δημοσιονομική σταθερότητα) τα θέτει μόνο η ΕΕ, η οποία συν τοις άλλοις απαιτεί και αιρεσιμότητα και προϋποθετικό πλαίσιο (αναφέρομαι στη διαβόητη conditionality). Τέτοιες προδιαγραφές δεν θέτουν στις διμερείς σχέσεις ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα, ούτε η Τουρκία. Το πραγματικό κίνητρο, επομένως, για την ποιοτική αναβάθμιση, για την αληθινή πρόοδο, για τη γεωπολιτική σταθερότητα και για την ουσιαστική οικονομική μεγέθυνση των κρατών αυτών τα προσφέρει μόνο ο δρόμος της ΕΕ. Ο δρόμος αυτός συνιστά, παράλληλα, και το στιβαρό εκείνο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών που θα παγιώσουν την αναμόρφωση των Δυτικών Βαλκανίων, σφυρηλατώντας τη συνοχή των ενταύθα κρατών και αμβλύνοντας τους λόγους και τις αφορμές εκδήλωσης μεταξύ τους διακρατικών αντιμαχιών και ιστορικών πολώσεων.
Κατερίνη, 20/10/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science