Έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής στην παλαιά Λεπτοκαρυά
Του Ιωάννη Τζιόλα
Μετά το τέλος της ακολουθίας με τα δώδεκα Ευαγγέλια που γινόταν το βράδυ της Μ. Πέμπτης στον ιερό του Αγίου Νικολάου στην παλαιά Λεπτοκαρυά, μερικές κοπέλες κάθονταν στην εκκλησία και ξενυχτούσαν για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Επίσης, το ίδιο βράδυ, κυρίως οι γεροντότερες γυναίκες, κάθονταν και αυτές όλη τη νύχτα για να ξενυχτήσουν, να κλάψουν και να θρηνήσουν για τον Χριστό, που βρισκόταν σταυρωμένος πάνω στον σταυρό.
Ο Επιτάφιος στην παλαιά Λεπτοκαρυά ήταν πολύ απλός. Συγκεκριμένα η βάση του αποτελούνταν από ένα τετράγωνο τραπέζι, όπου επάνω είχαν φτιάξει, αρχικά με λυγαριές και αργότερα με σίδερα, τα τέσσερα τόξα του Επιταφίου, τα οποία σχημάτιζαν μεταξύ τους κάποιο θόλο. Τις λυγαριές αυτές τις περιτύλιγαν με πυξάρια (τα οποία υπήρχαν σε αφθονία γύρο από το χωριό, στον Όλυμπο) όπου έπρεπε να είναι σφιχτά και καλά δεμένα μεταξύ τους. Αργότερα άρχιζε το στόλισμα του Επιταφίου με τα λουλούδια. Το στόλισμα άρχιζε από το θόλο και κατέληγε στη βάση. Τα πολύχρωμα λουλούδια τα οποία ήταν τοποθετημένα με κάποια τάξη, έδειχναν και την ιδιαίτερη χάρη των κοριτσιών που τα τοποθετούσαν. Έτσι γύρω στα μεσάνυχτα της Μ. Πέμπτης, ο Επιτάφιος ήταν στολισμένος.
Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, μετά το τέλος της ακολουθίας των Ωρών, κατά την οποία τοποθετούνταν ο Επιτάφιος στο κέντρο του ναού, τότε οι ιερείς με τη σειρά κάθονταν δίπλα στο κουβούκλιο. Δίπλα κάθονταν και οι γεροντότερες Λεπτοκαρίτισσες, οι οποίες έψελναν μοιρολόγια και ύμνους για το νεκρό Χριστό μας. Υπενθυμίζουμε πως τότε στην παλαιά Λεπτοκαρυά, δεν υπήρχαν και δεν στέκονταν δίπλα στον Επιτάφιο, νεαρές Λεπτοκαρίτισσες, που ήταν μαυροφορεμένες ως μυροφόρες, (όπως συνηθίζεται στη σημερινή Λεπτοκαρυά).
Όλη την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Τριάδας χτυπούσαν πένθιμα. Το πένθιμο χτύπημα γίνονταν με δύο κάπως αργά χτυπήματα της καμπάνας από την μία εκκλησία, όπου τα άκουγε ο άλλος στην άλλη εκκλησία και χτυπούσε τότε τη δική του καμπάνα με τον ίδιο ρυθμό, (αυτό επαναλαμβάνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας εκείνης). Αναφέρουμε πως όταν χτυπούσε η καμπάνα του Αγίου Νικολάου της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, ο ήχος της ακούγονταν σε όλον τον κάμπο που απλώνεται ανατολικά της, ενώ πολλές φορές ο ήχος έφθανε μέχρι και την παραλία, όπου σήμερα βρίσκεται η ομώνυμη κωμόπολη.
Την ημέρα εκείνη κανένας Λεπτοκαρίτης δεν έτρωγε αρτύσιμα φαγητά. Όλοι τους νήστευαν αυστηρά. Κανένας τους δεν πήγαινε στη δουλειά. Ακόμα και τους κτηνοτρόφους τους έλεγαν, να επιστρέψουν νωρίς τα αιγοπρόβατά τους, πίσω στη στάνη τους. Οι μητέρες από το μεσημέρι έως αργά το απόγευμα της Μ. Παρασκευής, έπαιρναν τα μικρά παιδιά τους και τα έφερναν στην εκκλησία. Αφού πρώτα προσκυνούσαν τον Επιτάφιο, περνούσαν αργότερα τα παιδιά τους κάτω από το κουβούκλιο, σταυρωτά. Έλεγαν πως ήταν «καλό» να περάσουν τα παιδιά από κάτω, γιατί πίστευαν πως έτσι έφευγαν όλα τα κακά και όλες οι αρρώστιες απ’ αυτά. Επίσης, κάτω από τον Επιτάφιο περνούσαν και οι μεγαλύτεροι, άνδρες γυναίκες, νέοι και νέες.
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής τα εγκώμια δεν τα έψελνε μόνο μία χορωδία του ναού Αγίου Νικολάου (όπως γίνεται στη σημερινή Λεπτοκαρυά), αλλά είχαμε τέσσερις χορωδίες από τους αντίστοιχους μαχαλάδες (γειτονιές). Η πρώτη χορωδία ήταν «οι τσιαντοπλατανίτες» όπου έκαναν ομάδα σε ένα μέρος του ναού. Η δεύτερη χορωδία ήταν «οι κελιώτες», η τρίτη χορωδία από τον μαχαλά «τ’αλώνια», ενώ η τέταρτη από τον μαχαλά «τ’Κούλιου γκαριά».
Στα δυτικά του χωριού και νότια του «λάκκου τ’Γκριμτζή» βρισκόταν ένα πλατάνι που ανήκε στην οικογένεια Τζιουβάρα, όπου τη νοικοκυρά την έλεγαν Αλεξάνδρα, ενώ την φώναζαν «Τσιάντα». Από το παρατσούκλι αυτό πήρε ολόκληρος ο μαχαλάς την ονομασία «της Τσιάντους το πλατάνι» (τσιαντοπλατανίτες). Στα νότια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, βρισκόταν μία αυλή που την ονόμαζαν «κελί». Εκεί βρισκόταν ένα μικρό κτίριο, όπου θα κατοικούσε ο ιερέας ή κάποιος μοναχός. Γι’ αυτό το λόγο, το κτίριο αυτό, πήρε την ονομασία «το κελί», ενώ όλοι οι κάτοικοι που κάθονταν σ’ αυτόν τον μαχαλά ονομάστηκαν «οι κελιώτες».
Στο ανατολικό άκρο του χωριού βρισκόταν η τοποθεσία «τα αλώνια». Εκεί πήγαιναν οι Λεπτοκαρίτες τα όσπριά τους, για να τα αλωνίσουν. Επειδή το μέρος εκείνο το χρησιμοποιούσαν για το αλώνισμα, επομένως και ολόκληρος ο μαχαλάς ονομάστηκε «τ’αλώνια». Στην περιοχή ανάμεσα στο «βρυσούλι» και στο «κρυονέρι» βρίσκεται ένας λάκκος, που μόλις τον περάσεις, καταλήγεις σε ένα μπαΐρι (αλάνα), όπου εκεί κοντά υπήρχε μία μεγάλη καρυδιά που ανήκε στην οικογένεια Κούλιου. Επομένως ολόκληρος ο μαχαλάς, πήρε και την ονομασία «τ’Κούλιου γκαριά».
Στην αρχή τα εγκώμια άρχισε να τα ψέλνει ο παπάς, ενώ στη συνέχεια η κάθε μία χορωδία έψελνε και από ένα εγκώμιο, πάντα με τη σειρά της. Γίνονταν μεγάλος συναγωνισμός για το ποια χορωδία (ποιος μαχαλάς) θα ψάλλει καλύτερα τα εγκώμια και χωρίς να κάνει κανένα λάθος. Το καλό είναι πως έψελναν όλα τα εγκώμια που ήταν γραμμένα στα εκκλησιαστικά βιβλία και όχι μόνο όσα εγκώμια ήταν εύκολα και απλά. Γι’ αυτό και δυσκολεύονταν πάρα πολύ. Αργότερα έβγαζαν τον Επιτάφιο έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και άρχιζε η περιφορά του στην παλαιά Λεπτοκαρυά. Αρχικά περνούσαν μπροστά από τα «Μπουράτικα», μετά κάτω από τη βρύση του «Γκιλοβίτη» και κατέληγαν στην «Καστανιά». Από εκεί έφταναν στον «λάκκο τ’Γκριμτζή» και από εκεί πήγαιναν στα «Τσαντέϊκα» και κατέληγαν στην «εκκλησία της Αγίας Τριάδας». Εκεί αρχικά έκαναν μία στάση και μετά γύριζαν τον Επιτάφιο μία φορά γύρω από το νεκροταφείο του χωριού. Αργότερα περνούσαν τον Επιτάφιο μπροστά από «το βρυσούλι» και την «τρανή βρύση» και επέστρεφαν στον «Άγιο Νικόλαο».
Οι τέσσερις νεαροί Λεπτοκαρίτες που κρατούσαν στους ώμους τους τον Επιτάφιο κατά την περιφορά του στο χωριό, σταματούσαν στη δυτική πόρτα του Αγίου Νικολάου (δηλ. έξω από τον Πρόναο) και όλος ο κόσμος περνούσε κάτω απ’ αυτόν, για να μπει μέσα στην εκκλησία. Τονίζουμε πως κατά τη διάρκεια της περιφοράς του Επιταφίου επικρατούσε απόλυτη ευλάβεια σε όλους τους Λεπτοκαρίτες. Σε κάθε σταυροδρόμι της παλαιάς Λεπτοκαρυάς ο παπάς και ολόκληρη η πομπή σταματούσαν, για να αναπέμψει ο ιερέας τις ανάλογες ευχές στο Θεό.
Μετά το τέλος της ακολουθίας το βράδυ της Μ. Παρασκευής στην εκκλησία, οι νοικοκυραίοι επέστρεφαν στα σπίτια τους, όπου οι Λεπτοκαρίτισσες είχαν έτοιμα αναμμένα κάρβουνα, βαλμένα σε μικρά φτυαράκια, τα οποία τα έβαζαν μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού τους, ενώ πάνω έριχναν θυμίαμα ή φύλλα βάγιας, για να ξορκίσουν το κακό. Επίσης υπήρχε το έθιμο στην παλαιά Λεπτοκαρυά, όπου το βράδυ της Μ. Παρασκευής μετά το τέλος της ακολουθίας του Επιταφίου στην εκκλησία, οι Λεπτοκαρίτες κουβαλούσαν το φως με τις λαμπάδες, αλλά δεν το πήγαιναν στο νεκροταφείο (στο μνήμα για όσους είχαν νεκρούς), παρά μόνο τις αναμμένες λαμπάδες τις έστηναν μέσα στους «μπαχτσέδες» για να ψοφήσουν όλα τα σκουλήκια.
Σε μια συζήτηση που είχα (πριν από τριάντα περίπου χρόνια) με έναν γεροντότερο συντοπίτη μου, που έζησε στην παλαιά Λεπτοκαρυά, μου ανέφερε πως και (τότε) στο παλαιό χωριό, μετά το τέλος της ακολουθίας των δώδεκα Ευαγγελίων, που γίνονταν το βράδυ της Μ. Πέμπτης στον ιερό του Αγίου Νικολάου, κάθονταν νεαρές Λεπτοκαρίτισσες στην εκκλησία και ξενυχτούσαν για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Στην εκκλησία όμως παρέμεναν και τα ανύπαντρα αγόρια, τα οποία ξενυχτούσαν και κάθονταν στα στασίδια της εκκλησίας, για να δούνε τα ελεύθερα κορίτσια. Αυτό αποτελούσε και μία πρώτη ευκαιρία, ώστε για πρώτη φορά να ανταλλάξουν κάποιες κλεφτές ματιές και να γίνει η πρώτη γνωριμία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, πράγμα που πολλές φορές μελλοντικά οδηγούσε και στο γάμο μεταξύ τους.
Αρκετές πληροφορίες αντλήθηκαν από τα βιβλία του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ» & «τοπωνύμια της Λεπτοκαρυάς» καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο.
* Ο Ιωάννης Τζιόλας είναι Φιλόλογος – αρχαιολόγος