Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 – 24 Αυγούστου 1779), γνωστός και ως Πατροκοσμάς, ήταν Ελληνορθόδοξος μοναχός. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Κώνστας, ενώ το επώνυμό του χάρις στις αναφορές των Βενετών προβλεπτών, που έχουν διασωθεί στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, γνωρίζουμε πως ήταν Εσωχωρίτης.
Το 1961 ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εορτάζεται στις 24 Αυγούστου. Η δράση του συνδέεται με τον παλιότερο θρησκευτικό ουμανισμό.
Γεννήθηκε στην Αιτωλία και όπως αναφέρει ο ίδιος αόριστα «Η πατρίδα μου είναι Ελλάδα από το Απόκουρον».
Κατά τον βιογράφο και σύγχρονό τoυ Νικόδημο Αγιορείτη γεννήθηκε στο χωριό Μέγα Δένδρο Απόκουρου κοντά στο Θέρμο, ενώ κάποιοι μελετητές θεωρούν πιθανή γενέτειρα το γειτονικό Ταξιάρχη.
Ως έτος γέννησής φέρεται το 1714, διότι ο Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει πως πέθανε σε ηλικία 65 ετών. Οι Παπακυριακού και Κώνστας την τοποθετούν στα ικανότητες.
Βιογραφία
Μαθήτευσε στα διδασκαλεία της Παρνασσίδας και της Ναυπακτίας πλάι σε ονομαστούς ιεροδιδασκάλους: τα στοιχειώδη γράμματα τα έμαθε από τον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, ενώ γύρω στα είκοσι έλαβε τα γραμματικά, δηλαδή την εγκύκλιο παιδεία από τον ιεροδιάκονο Ανανία, ενώ δίδασκε συγχρόνως και ως υποδιδάσκαλο .
Το 1749 πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, όπου έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Εκεί υπήρξε μοναχός για δύο περίπου χρόνια στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους.
Το 1759 εγκατέλειψε το μοναστήρι και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των Χριστιανών.
Παρακινούσε με θέρμη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την ορθοδοξία. Το σχολείο αντιμετωπίζεται από τον Κοσμά σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ορθοδοξίας και η εκπαίδευση σαν ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία.
Εκτός από τη σημασία της Ελληνικής γλώσσας ο Κοσμάς ο Αιτωλός αναφέρεται συχνά και στο «ποθούμενο», που ήταν η απελευθέρωση του γένους. Η αποδοχή του κηρύγματός του συνδέεται με την αναβίωση των χιλιαστικών δοξασιών στα μέσα του 18ου αιώνα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η απόλυτη αφιλοχρηματία. Έλεγε επί λέξει: «Δεν έχω άλλο ράσο από αυτό που φορώ».
Αναφέρεται ότι μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε περίπου 200 σχολεία.
Στις Διδαχές του παρότρυνε τους γονείς να σπουδάζουν τα παιδιά τους Ελληνικά, τα οποία είναι η «γλώσσα της Εκκλησίας».
«Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είνε εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πασχάλη Κιτρομηλίδη, η δράση του Κοσμά αποτελεί «ιδιοσυγκρατική έκφραση της Ρωσικής προπαγάνδας». Ο Κοσμάς σχετιζόταν με τον Ευγένιο Βούλγαρη και την Αθωνιάδα Σχολή, ενώ ο Πατριάρχης Σεραφείμ συνδεόταν με την πολιτική της Ρωσίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το 1770, μετά την αποτυχία των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο, μιας αντιοθωμανικής εξέγερσης των Ρωμιών με ρωσική υποκίνηση, οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων.
Κατά άλλους ερευνητές στην καταδίκη του Κοσμά συνέβαλαν κάποιοι Εβραίοι της Ηπείρου, διότι με το κήρυγμά του κατόρθωσε να μεταφερθεί η διενέργεια του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο, γεγονός που έφερε οικονομικές ζημίες στους Εβραίους.
Τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο, στο χωριό Κολικόντασι κοντά στην πόλη του Βερατίου στη σημερινή Αλβανία.
Ο Άγιος συχνά αναφερόταν στα κηρύγματά του αρνητικά για τους Εβραίους, πάντως σε κήρυγμά του είχε πει ρητά: «Όσοι αδικήσατε χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσετε το άδικον οπίσω».
Εναντίον του στρέφονταν επίσης οι Ενετοί, οι κοτσαμπάσηδες, οι πλούσιοι και άλλοι ισχυροί, οι οποίοι θεωρούσαν ότι θίγονται. Αντίθετα ο Κοσμάς είχε τη λαϊκή στήριξη από Χριστιανούς και ακόμα και από Τούρκους.
Δεν υπήρξε καμία επίσημη κατηγορία εναντίον του, ούτε δικάστηκε πριν το θάνατό του.
Για την καχυποψία των Ενετών απέναντί του σώζονται μέχρι σήμερα αναφορές κατασκόπου τους στα ενετικά αρχεία.
Αργότερα, υπό την επίδραση εθνικιστικού μύθου, ο Κοσμάς θεωρήθηκε πρόωρος εκφραστής των εθνικών ιδεωδών.
Παρόμοια άποψη εκφράζουν και οι εκπρόσωποι της αλβανικής εθνικιστικής διανόησης, οι οποίοι τον θεωρούν είτε πράκτορα του σουλτάνου είτε σπορέα της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας στο αλβανικό έδαφος.
Το μένος των Αλβανών εθνικιστών εναντίον του ιερομάρτυρα Πατροκοσμά εκδηλώθηκε και στην επέτειο των 300 χρόνων από τη γέννησή του, το 2014 στον εορτασμό της μνήμης του στο χώρο όπου μαρτύρησε στο Κολικόντασι.
Είναι γεγονός ότι ο Πατροκοσμάς είχε μια ηπιότερη στάση ένταντι των μουσουλμάνων σε σύγκριση με τους εβραίους ή τους καθολικούς, ίσως λόγω του ότι οι πρώτοι αποδέχονταν τη δυνατότητα της μετάνοιας.
Αυτή του η πεποίθηση επιβεβαιώθηκε με έναν δραματικό τρόπο, καθώς ο Αλή Πασάς, είτε για λόγους ευγνωμοσύνης είτε σε ένδειξη μετάνοιας, ζήτησε να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου και να χτιστεί ναός στο όνομά του, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1814.
Ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961 και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. Εκτός από την Ελλάδα τιμάται συχνά και στη Ρωσία, την Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αρμενία, τις ΗΠΑ, την Κύπρο, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο και τη Βόρεια Μακεδονία.